Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

ΟΣΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ



Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Λαυρέντιος ἐγεννήθη στὰ Μέγαρα τῆς Ἀττικῆς, κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ 17ου αἰ., ἀπὸ γονεῖς ἁπλοϊκοὺς τὸν Δημήτριον καὶ τὴν Κυριακήν, εὐλαβεῖς στὴν ὀρθόδοξη πίστι καὶ ἀφοσιωμένους στὴν Ἐκκλησία.
Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Λάμπρος Κανέλλος. Ὅταν ἐνηλικιώθη ἐτέλεσε τὸ γάμο του μὲ εὐλαβῆ σύζυγον, τὴν Βασίλω, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησαν δυὸ παιδιὰ τὸν Δημήτριο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μὲ τὴν οἰκογένειά του ἐζοῦσαν εὐσεβῆ καὶ ἁπλοϊκὴ ζωή, μέσα στὰ πολὺ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.
Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ἀγρότης, ἐγνώριζε ὅμως καὶ τὴν τέχνη τοῦ οἰκοδόμου. Ἡ ζωή του ἦταν ἀπολύτως ἐνάρετη, μὲ ἐγκάρδια ὀρθόδοξη παραδοσιακὴ εὐσέβεια καὶ προσευχή, χαρίσματα τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαναν φίλο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὅταν κάποτε εὑρισκόταν μὲ ἄλλους συμπολῖτες του σὲ ἀγροτικὴ περιοχὴ γιὰ καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν, κάποια νύχτα ἐμφανίσθηκε σ᾿ αὐτὸν σὲ ὅραμα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία τὸν καλοῦσε νὰ μεταβῇ σὲ τόπο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε, γιὰ νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐκκλησία της. Ὁ τόπος αὐτὸς εὑρισκόταν στὸ βόρειο μέρος τῆς νήσου Σαλαμῖνος, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν παραλία τῆς Μεγαρῖδος μὲ τὴν ὀνομασία Μεγάλο Πεῦκο (σημερινὴ Νέα Πέραμος). Ὁ γέροντας δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολὴ αὐτή, γι᾿ αὐτὸ τὴν ἑπομένη νύχτα ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι ἡ Παναγία, προτρέποντας αὐτὸν μὲ τρόπο ἐντονώτερο. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμενε στὶς ἀμφιβολίες του, βλέπει γιὰ τρίτη φορὰ τὴν Παναγία προστάζοντάς τον, λέγοντας: Τάχιστα πορεύου, ἄνθρωπε, εἰς τὴν νῆσον, εἰς τὴν ὁποίαν σοῦ εἶπον, νὰ ἐκτελέσῃς τὸ παρ᾿ ἐμοῦ προσταττόμενον.
Τότε ὁ ταπεινὸς γέροντας ἐπέστρεφε ἔντρομος στὴν πόλι του τὰ Μέγαρα, καὶ διηγήθηκε τὸ ὅραμα σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι ἐπίστευαν σ᾿ αὐτὰ καὶ ἄλλοι ἀμφέβαλαν, αὐτὸς δὲ παρέμενε στὸ σπίτι του ἀναποφάσιστος.
Κάποια νύχτα ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι σ᾿ αὐτὸν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἀπειλοῦσα αὐτόν, νὰ πάῃ στὴν Σαλαμῖνα καὶ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολή της.
Τότε ἔλαβε τὴν μεγάλη ἀπόφασι καὶ ἦρθε στὴν παραλία γιὰ νὰ περάσῃ ἀπέναντι. Ἦταν ὅμως τόσο μεγάλη ἡ θαλασσοταραχὴ καὶ πλοιάριο πουθενὰ δὲν ὑπῆρχε, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι ἦταν ἀκατόρθωτο νὰ περάσῃ ἀπέναντι στὴν Σαλαμῖνα. Ἐνῷ δὲ ἐκαθόταν συλλογισμένος καὶ ἀπελπισμένος, ἀκούει ὑπερκόσμια φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ: Ῥῖξε τὴν κάπα σου στὴν θάλασσα καὶ ἀφοῦ καθίσῃς ἐπάνω σ᾿ αὐτήν, θὰ σὲ ὁδηγήσῃ χωρὶς κίνδυνο στὸ νησί. Μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν θεία προσταγὴ καὶ ἀποβάλλοντας κάθε φόβο καὶ ἐνδοιασμό, διέσχισε τὴ θάλασσα ἐπάνω στὴν κάπα του καὶ ἔφθασε σῶος καὶ ἀβλαβὴς στὴν νῆσο Σαλαμῖνα: Εὐθὺς ἐπῆγε στὸν τόπο ὅπου τοῦ εἶχε ὑποδείξῃ ἡ Θεοτόκος, καὶ ὅπου σκάβοντας στὰ ἐρείπια παλαιοτέρας Ἱ. Μονῆς μὲ πολλοὺς κόπους, ηὖρε τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, μαυρισμένη μὲν ἀπὸ τὴν ὑγρασία, πραγματικὸ ὅμως θησαυρὸ γιὰ τὴν νῆσο τῆς Σαλαμῖνος καὶ γιὰ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ Εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὠνομασθη Φανερωμένη, διότι ἀκριβῶς ἐφανερώθη στὸν Ὅσιο. Τὸ ἴδιο ὄνομα ἔλαβε καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ τὴν ὁποία στὴν συνέχεια ἀνοικοδόμησε μὲ πολλοὺς κόπους ὁ Ὅσιος, ὁ ὁποῖος γενόμενος Μοναχὸς ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Λαυρέντιος. Σ᾿ αὐτὴ τὴν Ἱ. Μονὴ ἐχρημάτισε Ἡγούμενος, συγκεντρώσας Ἱερομονάχους καὶ Μοναχούς, διδάσκων καὶ δίδων τὸ παράδειγμα τῆς κατὰ Θεὸν ὁσίας βιοτῆς καὶ καταστήσας τὴν Ἱ. Μονὴ περιώνυμη καὶ σεβάσμια στὴν ἐποχή του.
Ἀρχικῶς ἔκτισε τὸ μικρὸ Ἐκκλησάκι, τὸ ὁποῖο σήμερα τιμᾶται ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ ἀργότερα τὸ μεγάλο Καθολικό, ὁ ὁποῖο ὅμως δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἴδῃ ἁγιογραφημένο μὲ τὶς ἐξαίρετες τοιχογραφίες, τὶς ὁποῖες θαυμάζομε καὶ σήμερα.
Αὐτὸν τὸν ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο, τὸν ὅσιο Λαυρέντιο ὁ Θεὸς τὸν ἐπροίκησε μὲ θαυμαστὰ πνευματικὰ χαρίσματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, διότι ὁ ὅσιος ἐπιτελοῦσε θαύματα ἐνῷ ἀκόμη εὑρισκόταν στὴ ζωή. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι αὐτὸ τῆς θεραπείας τῆς συζύγου Ὀθωμανοῦ ἀξιωματούχου, τὴν ὁποία οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν. Ἡ φήμη τοῦ ἁγ. Λαυρεντίου, ὅτι θεραπεύει ἀρρώστους μὲ τὴν προσευχή του, ἔφθασε στὰ αὐτιά της, καὶ παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιρρήσεις τοῦ συζύγου της, ἐκλήθη στὸ σπίτι τους στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ τὴν σημείωσι τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ στὸ σῶμα της, τὴν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο τὸν βαθύτατο σεβασμὸ καὶ τὶς εὐχαριστίες τοῦ συζύγου της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόδοσι στὴν Ἱ. Μονὴ κτήματος μὲ ἐλιές, εὑρισκομένου στὴν ἀπέναντι περιοχὴ τῆς Μεγαρίδος, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα ἀποκαλεῖται Βλυχάδα, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε παλαιότερα στὴν (ἐρειπωμένη) Ἱ. Μονὴ καὶ τὸ ὁποῖο ὁ Ὀθωμανὸς παράνομα κατακρατοῦσε.
Στὴν ἄσκησι καὶ προσευχὴ ἔζησε ὁ ὅσιος ἀρκετὰ χρόνια, ἐκοιμήθη δὲ ἐν Κυρίω τὴν 9η Μαρτίου τοῦ 1707, ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἀνορθόγραφη σημείωση σὲ χειρόγραφο, σῳζόμενο στὴν Ἱ. Μονὴ ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Τὸν διεδέχθη στὴν Ἡγουμενία ὁ υἱός τους Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει Μοναχός, μὲ τὸ Μοναχικὸ ὄνομα Ἰωακείμ.
Ἡ μετάθεσι τῆς μνήμης του στὴν 7η Μαρτίου φαίνεται ὅτι ἔγινε ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς τῆς Ἱ. Μονῆς του, γιὰ νὰ μὴ συμπίπτει μὲ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Ἀπὸ τὴν ἁπλότητα στὴν ἁγιότητα
Ὁ ὅσιος Λαυρέντιος ὁ Μεγαρεὺς καὶ νέος κτίτωρ τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμῖνος, ὅπως βλέπομε στὸ βίο του, ἦταν ἕνας πολὺ ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, ἄνθρωπος τῆς βιοπάλης καὶ τοῦ μεροκάματου, ἀγρότης καὶ κτίστης, ὅπως ἄλλωστε ἦταν καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, σ᾿ αὐτὴ τὴν φρικτὴ περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Εἶχε καὶ οἰκογένεια, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἀγωνισθῇ καὶ νὰ τὴν διαθρέψῃ.
Ὅμως εἶχε κάποια πνευματικὰ χαρίσματα τὰ ὁποῖα ἔλαμπαν στὴν προσωπικότητά του, σὰν πολύτιμα πετράδια. Καὶ αὐτὰ ἦταν ἡ ἁπλότητα, ἡ καλωσύνη, ἡ συγχωρητικότα καὶ ὁ ἅγιος φόβος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται ἡ πηγαία καὶ ἐγκάρδια εὐσέβεια. Ἄνθρωπος ποὺ παρ᾿ ὅλο τὸν κόπο καὶ τὸν μόχθο τῆς ἡμέρας, δὲν παρέλειπε τὴν ὁλόθερμη προσευχή, τὴν δοξολογία πρὸς τὸν Κύριο καὶ τὴν ἐκζήτησι τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ καθημερινὴ βιοπάλη, γιὰ τὴν διατροφὴ τοῦ σώματος. Καὶ ἡ καθημερινὴ πνευματικὴ πάλη γιὰ τὴν διατροφὴ τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ταπείνωσι, μὲ τὴ νηστεία, μὲ τὴν ἐκζήτησι τῆς θείας Χάριτος.
Ὅποιος ἐπιμένει ἀκόμη, ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃς εἰδικὲς συνθῆκες γιὰ νὰ ἀναζητᾷς τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῇς κατὰ τὸ θέλημά του, ἂς καταλάβη ὅτι κάνει λάθος. Γιὰ τὸν ἁπλὸ οἰκογενειάρχη Λάμπρο, καὶ κατόπιν ὅσιο Λαυρέντιο, καμμία ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες δὲν ἦταν ἰδανική. Ὅλα δύσκολα καὶ ἀντίθετα.
Ὅμως μιὰ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Κύριο καὶ συγχρόνως εἶναι πεπεισμένη γιὰ τὴν ἀγάπη Του, δὲν κάμπτεται καὶ δὲν ὀπισθοχωρεῖ ἀπὸ τὰ τυχὸν ἐμπόδια τῶν ἀνθρώπων ἢ τοῦ Διαβόλου, ἀλλὰ τότε περισσότερο ἐντείνει τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐκζήτησι τοῦ θείου ἐλέους, μὲ πόθο καὶ θέρμη πολλή। Αὐτὸ ἦταν τὸ μυστικὸ τοῦ ὀσίου, ποὺ τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα στὴν ἁγιότητα, γιατὶ ἐπέβλεψε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἅγιος Θεός, ἀξιώνοντάς τον νὰ γίνῃ ὁ εὑρέτης τῆς ἁγίας εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὁ νέος κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς της।ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἶνα τούτου ταὶς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ρυώμεθα κραυγάζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμιν Πάτερ τὰ πρόσφορα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου