Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΚΟΓΗΤΗΣ



Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέγας θεολόγος και Πατήρ της Εκκλησίας, ωμολόγησε την Ορθόδο ξο Πίστι σε μία εποχή που παρουσιάζει πολλές ο μοιότητες με την ιδική μας. Η πολιτική των τότε αυ τοκρατόρων απέβλεπε σε πολιτικοκοινωνικές ενοποιήσεις σαν τις σημερινές. Ως πρόσφορο μέσον για την πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε η υποστήριξις της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Είχαν χρησιμοποιη θή και εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεσι χάριν των κοσμικών αυτών σκοπιμοτήτων. Είχαν πιστεύσει ότι ασκούν τάχα κάποια εκκλησια στική οικονομία. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι πατριαρ χικοί θρόνοι είχαν πέσει στην αίρεσι του Μονοθελη τισμού. Η Ορθόδοξος Πίστις ζούσε μόνο στην συνεί δησι του πιστού λαού και εκφραζόταν με το στόμα των ελαχίστων Ομολογητών, οι οποίοι την εστερέω σαν με το μαρτύριό τους. Την εποχή αυτή ο άγιος Μάξιμος είχε διαδραμα τίσει πρωτεύοντα ρόλο για την συγκρότησι της ορθο δόξου τοπικής Συνόδου της Ρώμης (649), η οποία κα τεδίκασε τον Μονοθελητισμό. Για τον λόγο αυτό ευρίσκεται εξόριστος στην Βιζύη της Θράκης. Έχει διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους πα τριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, επειδή έχουν εκ πέσει στην αίρεσι. Η αναφορά του είναι στην ορθο­δοξούσα τότε Ρώμη και στον Ομολογητή άγιο Πάπα Μαρτίνο. Με σκοπό να μεταβάλλουν την γνώμη του και να τον προσεταιρισθούν, ο επίσκοπος Θεοδόσιος και οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι τον επισκέπτονται στην Βιζύη και διεξάγουν τον κατωτέρω διάλογο. Ο Άγιος με αταλάντευτη σταθερότητα διακρίνει την αλήθεια από την αίρεσι, το φως από το σκότος, και με γνώμονα την διδασκαλία των αγίων Αποστόλων και Πατέρων ανασκευάζει τα επιχειρήματα των μονοθελη τών συνομιλητών του. Είναι συγκινητική η ταπείνω σις του Αγίου που συνοδεύει όλες τους τις εκφράσεις και κινήσεις, ακόμη και την ώρα που η αδικία εναντίον του είναι κατάφωρη. Προφανώς, ο φόβος του Θεού, η σταθερή ομολογία και η αληθινή ταπείνωσις συνιστούν το ιερό τρίπτυχο που χαρακτηρίζει κάθε Ορθόδοξο ομολογία. Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνή σια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθή ση τον λαό του Θεού να αντιληφθή ποιοι είναι σε κά θε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του, αλλά και να δώσουμε αφορμές θεολογικής αυτοκριτικής σε όσους λόγω της εκκλησιαστικής τους ευθύνης ευρίσκονται μπροστά σε προφανή κίνδυνο να αθετήσουν και σήμε ρα την ακρίβεια της αγίας Ορθοδόξου Πίστεως λόγω άλλων σκοπιμοτήτων. Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμή σεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κά στρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυ τοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνε ται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος:
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασι λεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια εί ναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθη καν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρί­ζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εν νοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη. Γι' αυ τήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ' αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε α κανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώ νται για τα τεθέντα εμπόδια και γι' αυτούς που τα έβα λαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς.
ΘΕΟΔ.: Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας. Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρεί τε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χρι στού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέ πει να λέγεται γι' Αυτόν, ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι».
ΘΕΟΔ.: Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέ χονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη; Για ποιο λόγο καταδικάσθη κα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσήμβρια; Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους; Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύ ριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλο εξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώ τον μεν τους αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους αποστόλους και μέσω αυτών προς τους μεταγενεστέρους «Ο υμίν λέγω, πάσι λέ γω», και πάλι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο α θετών υμάς, εμέ αθετεί». Είναι λοιπόν φανερό και ανα ντίρρητο, ότι αυτός που δεν δέχεται τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους και δεν υπολογί ζει τα λόγια τους, δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό. Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε αποστόλους, προφήτας και διδασκά λους, προς τον καταρτισμό των πιστών. Αντίθετα, ο διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολε μηθή και ο παλαιός νόμος και ο ευαγγελικός.Μονα δικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των ο ποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθι νούς αποστόλους και προφήτας και διδασκάλους, δέ χεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδα ποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκά λους, δέχεται τον διάβολο. Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον διάβολο. Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγι ναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν κα ταντήσει σ' αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μή πως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο απόστολο, πρόδρομος της πα ρουσίας του Αντιχρίστου. Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους ε αυτούς σας κι εμάς. Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ε νώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ' αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται ενα ντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία!
Και αφού τους έβαλε μετάνοια, είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Οτιδήποτε έχετε διαταγή να κάνετε στο δούλο σας, σας λέγω κάμετέ το. Εγώ πάντως ουδέπο τε θα γίνω συγκοινωνός μ' αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες. Μόλις τα άκουσαν εκείνοι αυτά, πάγωσαν. Έβαλαν κάτω τα κεφάλια τους και εσιώπησαν για αρκετή ώρα. Σήκωσε κάποια στιγμή το κεφάλι του ο επίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε προς τον αββά Μάξιμο και είπε: ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπόν εμείς πως, εάν εσύ κοι νωνήσης, ο δεσπότης μας ο βασιλεύς θα ελαφρύνη τον Τύπο.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Η απόστασις που μας χωρίζει είναι ακόμη μεγάλη. Τι θα κάνουμε με το δόγμα του ενός θελήμα τος που επικυρώθηκε συνοδικά από τον Σέργιο και τον Πύρρο για την αναίρεσι κάθε ενέργειας;
ΘΕΟΔ.: Εκεινο το χαρτί καταστράφηκε και αχρη στεύθηκε.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Το έσβησαν από τους πέτρινους τοίχους, όχι όμως κι από τις νοερές ψυχές. Ας δεχθούν την καταδίκη του που έγινε συνοδικά στην Ρώμη με ευσε βή δόγματα και κανόνες, και τότε θα λυθή το μεσότοι χο και δεν θάχουμε ανάγκη από συμβουλές.
ΘΕΟΔ.: Δεν έχει ισχύ η σύνοδος της Ρώμης, γιατί έγινε χωρίς την διαταγή του βασιλέως.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν οι διαταγές των βασιλέων δίνουν κύ ρος στις προγενέστερες συνόδους και όχι η ευσεβής πίστις, ας δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν ενα­ντίον του ομοουσίου, μια και έγιναν με εντολή των βασιλέων. Και ποιος κανόνας ορίζει να είναι έγκυρες μόνο εκείνες οι σύνοδοι που συνεκλήθησαν με εντολή βασιλέως ή οπωσδήποτε όλες οι σύνοδοι να συγ καλούνται κατόπιν βασιλικής διαταγής; Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας γνωρίζει ως άγιες και έγκυρες εκείνες τις συνόδους, τις οποίες διακρίνει η ορθότης των δογμάτων.
ΘΕΟΔ.: Όπως τα λες είναι. η ορθότης των δογμά των δίνει κύρος στις συνόδους. Τι λοιπόν; Δεν πρέπει καθόλου να λέμε μία ενέργεια στον Χριστό;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα με την αγία Γραφή και τους α γίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δεν παρελάβαμε να λέμε. Αλλά, όπως ακριβώς παρελάβαμε να πιστεύωμε για το Χριστό δύο φύσεις, αυτές από τις οποίες απαρτίζε ται, έτσι μας επετράπη να πιστεύω με και να ομολογούμε και τις φυσικές Του θελήσεις και ενέργειες που υπάρχουν καταλλήλως σ' αυτόν, αφού αυτός ο ίδιος είναι εκ φύσεως Θεός μαζί και άνθρωπος.
ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, και εμείς ομολογούμε και τις φύσεις και τις διάφορες ενέργειες, δηλαδή και την θεία και την ανθρωπίνη. και ότι η θεότης του εί ναι θελητική και η ανθρωπότης του θελητική. επειδή η ψυχή του δεν ήταν χωρίς θέλησι. Αλλά για να μη χάνουμε τον καιρό μας εδώ, ό,τι κι αν είπαν οι Πατέ ρες το ομολογώ, και μάλιστα το κάνω και εγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις και δύο θελήματα και δύο ενέρ γειες. Έλα λοιπόν να κοινωνήσης μαζί μας και να γί νη η ένωσις.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δεν τολμώ να δεχθώ εγώ έγγρα φη συγκατάθεσι από σας γι' αυτό το πράγμα, διότι εί μαι απλός μοναχός. Αν όμως ο Θεός σας έφερε σε κα τάνυξι, ώστε να δεχθήτε τους λόγους των αγίων Πατέ ρων, να ενεργήσετε όπως απαιτούν οι κανόνες. Να στείλετε, δηλαδή, περί τούτου έγγραφο προς τον επί­σκοπο Ρώμης, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η πε ρί αυτόν σύνοδος. Εγώ πάντως ούτε κι αν γίνουν αυ τά θα κοινωνήσω, επειδή οι αναθεματισθέντες αναφέ ρονται στην αγία αναφορά. Διότι φοβάμαι το κατά κριμα του αναθέματος.
ΘΕΟΔ.: Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν σε κατηγορώ που φοβάσαι, αλλά ούτε και κανένας άλλος. Για το ό νομα όμως του Κυρίου, πες μας την γνώμη σου, εάν είναι δυνατόν να γίνη αυτό (δηλ. να αρθή το ανάθεμα ήδη αποθανόντος αιρετικού).
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποια γνώμη μπορώ να σας δώσω γι' αυτό; Πηγαίνετε, ψάξτε να βρήτε αν ποτέ έχει γίνει κάτι τέ τοιο και ελευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον από το έγκλημα για την πίστι, κι από το κατάκριμα που έχει εξαγορευθή εναντίον του. Πρέπει να καταδεχθούν ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης να μιμηθούν την συγκα τάβασι του Θεού. και ο μεν να κάνει παρακλητική κέ λευσι, ο δε συνοδική δέησι προς τον πάπα της Ρώμης. Χωρίς αμφιβολία, αν βρεθή κάποιος τρόπος εκκλη σιαστικός που να το επιτρέπη αυτό για την σωστή ομολογία της πίστεως, θα συμφωνήση περί αυτού μαζί σας.
ΘΕΟΔ.: Αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. αλλά δος μου τον λόγο σου ότι, εάν στείλουν εμένα, θα έλθης μαζί μου.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σου είναι πιο συμφέρον να πά ρης μαζί σου τον σύνδουλό μου που είναι στη Μεσημ βρία, παρά εμένα. Εκείνος και την γλώσσα γνωρίζει και τον σέβονται πολύ, μια και τόσα χρόνια τιμωρεί ται για τον Θεό και για την ορθή πίστι που κρατεί ο θρόνος τους.
ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο να πάω μαζί του.
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, αφού νομίζετε ότι πρέπει να γίνη αυτό, ας γίνη όπως αποφασίζετε. εγώ σας ακολουθώ όπου θέλετε.
Μετά από αυτό σηκώθηκαν όλοι επάνω χα ρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια. Έβαλαν με τάνοια και έγινε προσευχή. Και κάθε ένας τους ασπάσθηκε τα άγια Ευαγγέλια, και τον Τίμιο Σταυρό, και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και της Δεσποίνης ημών Παναγίας Θεοτόκου της Μητέρας Του, αφού έ βαλαν επάνω και τα χέρια τους προς βεβαίωσι των συμφωνηθέντων. Αφού ειπώθηκαν αυτά, ό ταν ασπάζονταν μεταξύ τους είπε ο ύπατος Θεο δόσιος:
ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, έγιναν όλα καλά. Άρα γε θα καταδεχθή ο βασιλεύς να κάνη παρακλητική κέλευσι;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Οπωσδήποτε θα κάνη, εάν θέλη να είναι μιμητής του Θεού και να ταπεινωθή μαζί Του για την κοινή σωτηρία όλων μας. Ας αναλογισθή ότι, αφού ο Θεός που φύσει σώζει, δεν μας έσωσε παρά αφού με την θέλησί Του ταπεινώθηκε, πώς ο φύσει σωζόμενος άνθρωπος θα σωθή ή θα σώση χωρίς να ταπεινωθή;
Μετά δε την αναχώρησι των παραπάνω αν δρών, στις 8 του μηνός Σεπτεμβρίου της παρού σης 15ης ινδικτιώνος, πήγε πάλι ο ύπατος Παύ λος στη Βιζύη προς τον αββά Μάξιμο, έχοντας μαζί του διαταγή που έλεγε τα εξής: «Παραγγέ­λομε στην ενδοξότητά σου να πας στη Βιζύη και να φέρης τον Μοναχό Μάξιμο με πολλή τιμή και περιποίησι, λόγω της μεγάλης του ηλικίας και της ασθενείας του, και διότι αυτός ανήκει στους προγόνους μας και τους έχει τιμήσει. Και να τον βάλης στο λαμπρό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που βρίσκεται δίπλα στο Βασιλικό παλάτι». Αφού λοιπόν ο ύπατος τον πήρε και τον έβαλε στο προειρημένο μοναστήρι, πήγε να δώση ειδοποίησι. Την επομένη ημέρα πήγαν προς αυτόν οι πα τρίκιοι Επιφάνιος και Τρώιλος, με λαμπρό ντύ σιμο και ύφος, καθώς και ο επίσκοπος Θεοδό σιος. Συναντήθηκαν με αυτόν στο κατηχουμενείο της Εκκλησίας του ιδίου μοναστηριού. Αφού έγινε ο συνηθισμένος ασπασμός κάθησαν, υπο χρεώνοντας κι αυτόν να καθήση. Και αρχίζοντας τον λόγο μαζί του ο Τρώιλος είπε:
ΤΡΩΙΛΟΣ: Ο αυτοκράτωρ μας διέταξε να έρθουμε και να σου ανακοινώσουμε την γνώμη που έχει η θεο στήρικτη βασιλεία του. Αλλά πρώτα πες μας, θα κά νης την διαταγή του βασιλέως ή δεν θα την κάνης;
Ο Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ:Κύριε, να ακούσω τι διέταξε η ευσεβής του δύναμις και θά αποκριθώ κατάλληλα. γιατί προς κάτι το άγνωστο ποια απάντησι μπορώ να δώσω;
Ο Τρώιλος επέμενε λέγοντας:
ΤΡΩΙΛ.: Δεν πρόκειται να πούμε τίποτε, εάν δεν μας πης πρώτα, αν θα κάνης ή όχι την διαταγή του βασιλέως.
Και όταν τους είδε να αντιστέκωνται και λό γω της καθυστερήσεώς του να βλέπουν πιο σκληρά και μαζί με τους συνακόλουθούς τους να αποκρίνωνται πιο άγρια, ενώ φάνταζαν τα περή φανα στολίδια των αξιωμάτων τους, απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αφού δεν θέλετε να πήτε στον δούλο σας την απόφασι του κυρίου και βασιλέως μας, να λοιπόν σας λέω, κι ακούει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι και όλοι εσείς: οτιδήποτε με διατάξη για κάθε πράγμα που καταλύεται και καταστρέφεται σ' αυτόν τον αιώνα, με προθυμία το κάνω.
Και αμέσως ο Τρώιλος είπε:
ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε με, αλλά εγώ φεύγω. γιατί αυτός τίποτε δεν πρόκειται να κάνη.
Και αφού έγινε πάρα πολύς θόρυβος και μεγάλη ταραχή και σύγχυσι, τους είπε ο επίσκοπος Θεοδόσιος:
ΘΕΟΔ.: Πείτε του την διαταγή και θα μάθετε την απάντησί του. Διότι, δεν είναι λογικό να φύγουμε, χω ρίς να πούμε και να ακούσουμε τίποτε.
Τότε ο πατρίκιος Επιφάνιος είπε:
ΕΠΙΦ.: Αυτό σου δηλώνει με μας ο βασιλεύς: «Ε πειδή η Δύσις και όσοι διαστρέφουν (τα πράγματα) στην Ανατολή αποβλέπουν σε σένα, κι όλοι εξ αιτίας σου ξεσηκώνονται μη θέλοντας να συμφωνήσουν μαζί μας για την πίστι, είθε να σε κατανύξη ο Θεός να κοινωνήσης μαζί μας βάσει του Τύπου που εκθέσαμε. Θα βγούμε τότε εμείς οι ίδιοι στη Χαλκή (πύλη) και θα σε ασπασθούμε, θα σου δώσουμε το χέρι και με κάθε τιμή και δόξα θα σε βάλουμε στην μεγάλη Εκκλησία. Θα στέκεσαι μαζί μας στο μέρος που συνηθίζουν να στέκωνται οι βασιλείς. Θα κάνουμε τότε και την σύ ναξι (Θ. Λειτουργία) και θα κοινωνήσουμε τα άχρα ντα και ζωοποιά μυστήρια, το ζωοποιό σώμα και αίμα του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας. και θα γίνη χαρά όχι μόνο στην φιλόχριστη και βασιλική μας πόλι, αλλά και σ' όλη την οικουμένη. Γιατί γνω ρίζουμε πολύ καλά ότι, εάν εσύ κοινωνήσης με τον ε δώ άγιο θρόνο, όλοι θα ενωθούν μαζί μας, αυτοί που εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της διδασκαλίας σου απο σχίσθηκαν από την κοινωνία με μας».
Γυρίζοντας τότε προς τον επίσκοπο ο αββάς Μάξιμος του είπε με δάκρυα στα μάτια:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, όλοι περιμένουμε ημέρα κρίσεως. Αληθινά, ούτε όλη η δύναμι των ουρανών δεν θα με πείση να το κάνω αυτό. Γιατί, τι θα έχω να απολογηθώ -δεν λέω στο Θεό, αλλά στην συνείδησί μου-, αν για την δόξα των ανθρώπων, που μόνη της δεν έχει καμμιά οντότητα, γίνω εξωμότης της πίστεως που σώζει αυτούς που την υπερασπίζονται;
Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά, σηκώθηκαν ό λοι επάνω και γεμάτοι θυμό τον έσπρωξαν, τον τράβηξαν και τον έρριξαν κάτω. Τον γέμισαν μά λιστα από το κεφάλι ως τα νύχια με φτυσίματα, που η δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ότου πλύ­θηκαν τα ρούχα του. Σηκώθηκε τότε και ο επί σκοπος και είπε:
ΘΕΟΔ.: Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Έπρεπε να ακούσωμε μόνο την απάντησί του και να την αναφέ ρωμε στον αγαθό μας βασιλέα.
Μόλις τους έπεισε ο επίσκοπος να ησυχά σουν, κάθησαν πάλι. Με θυμό όμως και αγριότη τα του είπαν μύριες βρισιές και ακατανόμαστες κατάρες. Τότε του είπε ο Επιφάνιος:
ΕΠΙΦ.: Πες μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μας είπες αυτά τα λόγια θεωρώντας ως αιρετικούς ε μάς και την πόλι μας και τον βασιλέα; Αληθινά, είμα στε περισσότερο Χριστιανοί και ορθόδοξοι από σένα. Και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας και Θεός έχει και θεϊκή και ανθρώπινη θέλησι και νοερή ψυχή. και ότι κάθε νοερή φύσι οπωσδήποτε έχει εκ φύσεως το θέ λειν και το ενεργείν, επειδή ίδιον της ζωής είναι η κί νησις και ίδιον του νοός η θέλησις. Και γνωρίζουμε ότι είναι θελητικός, όχι μόνο κατά την θεότητα, αλλά και κατά την ανθρωπότητα. Δεν αρνούμαστε επίσης και τις δύο θελήσεις του και ενέργειες.
Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Εάν πιστεύετε έτσι, όπως πιστεύουν οι νο ερές φύσεις και η Εκκλησία του Θεού, πώς εσείς με αναγκάζετε να κοινωνήσω με τον Τύπο, που μόνο την αναίρεσι αυτών έχει;
ΕΠΙΦ.: Αυτό έγινε για οικονομία, για να μη ζημιωθούν οι λαοί μας με τέτοιες λεπτολογίες.
Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει το αντίθετο. κάθε άνθρωπος α γιάζεται με την ακριβή ομολογία της πίστεως, και όχι με την αναίρεσι που βρίσκεται στον Τύπο.
Και είπε ο Τρώιλος:
ΤΡΩΙΛ.: Και στο παλάτι σου είπαμε, ότι (ο Τύ πος) δεν ανήρεσε τίποτε, αλλά διέταξε να κατασιγά σουν (οι διϊστάμενες απόψεις) για να ειρηνεύσουμε ό λοι.
Και απαντώντας πάλι ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Η σιωπή των λόγων είναι αναίρεσις των λόγων. Λέγει το Άγιον Πνεύμα μέσω του Προφήτου Δαβίδ: «Ουκ εισί λαλιαί, ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών». Άρα λοιπόν ο λόγος που δεν λέγεται, δεν είναι καν λόγος.
Και είπε ο Τρώιλος:
ΤΡΩΙΛ.: Στην καρδιά σου να έχης ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς.
Ο αββάς Μάξιμος απήντησε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Θεός δεν περιώρισε στην καρδιά όλη την σωτηρία, αλλά είπε: «Ο ομολογών με έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν έμπροσθεν του Πα­τρός μου του εν ουρανοίς». Και ο θείος Απόστολος διδάσκει ως εξής: «Kαρδία μεν πιστεύεται εις δικαιο σύνην. στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν». Αν λοιπόν ο Θεός και οι προφήται και οι απόστολοι του Θεού προτρέπουν να ομολογήται με τους λόγους των Αγίων το μυστήριο, το μεγάλο και φρικτό και σωτή ριο για όλο τον κόσμο, δεν πρέπει να σιωπήση με κα νένα τρόπο η φωνή που κηρύττει αυτό, για να μη κιν δυνεύση η σωτηρία των σιωπώντων.
Και απαντώντας ο Επιφάνιος με πολύ άγριο τρόπο είπε:
ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στον λίβελλο;
Και είπε ο αββάς Μάξιμος:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναι υπέγραψα.
ΕΠΙΦ.: Και πώς τόλμησες να υπογράψης και να αναθεματίσης αυτούς που ομολογούν και πιστεύουν ό πως οι νοερές φύσεις και η καθολική Εκκλησία; Α ληθινά με δική μου πρότασι θα σε πάμε στην πόλι, θα σε στήσουμε δεμένο στην αγορά και θα φέρουμε τους μίμους, άνδρες και γυναίκες, και τις πιο διάσημες πόρνες και όλο το λαό, για να χτυπήση και φτύση κα θένας και καθεμιά τους το πρόσωπό σου.
Απαντώντας σ' αυτά ο αββάς Μάξιμος είπε:
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ας γίνη όπως είπατε, εάν αναθεματίσαμε αυτούς που ομολογούν ότι ο Κύριος έχει δύο φύσεις, και τις κατάλληλες σ' αυτόν δύο φυσικές θελήσεις και ενέργειες, και ότι είναι εκ φύσεως αληθινός Θεός και άνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τα πρακτικά και τον λίβελλο, και εάν βρήτε αυτά που είπατε, κάμετε ό,τι σκέπτεσθε.
Μετά από αυτά τον ωδήγησαν στην Κωνσταντι νούπολι και έβγαλαν απόφασι εναντίον τους. Ανεθε μάτισαν και κατεδίκασαν τον εν αγίοις Μάξιμο, τον μακάριο μαθητή του Αναστάσιο, τον αγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τον άγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ιεροσολύ μων, και όλους τους ορθοδόξους και ομοφρονούντας μ' αυτούς. Έπειτα έφεραν και τον άλλο μακάριο Αναστάσιο. Αφού χρησιμοποίησαν και γι' αυτόν τα ίδια αναθέματα και βρισιές, τους παρέδωσαν στους άρχο ντες λέγοντας: Αποφασίζουμε να σας παραλάβη αμέ σως ο πανεύφημος έπαρχός μας, που είναι δω, στο πο λυάνθρωπο ανάκτορό του. Να σας χτυπήση με νεύρα στα μετάφρενα (τον Μάξιμο, Αναστάσιο και Αναστά σιο), και να αποκόψη από την ρίζα το όργανο της ακολασίας σας, δηλαδή την βλάσφημη γλώσσα σας, του Μαξίμου, Αναστασίου και Αναστασίου. Στη συ νέχεια να κόψη με σιδερένιο μαχαίρι και την ταραχώ δη δεξιά που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δε σας αποστερήσουν αυτά τα βδελυκτά μέλη, να τα κρεμάσουν πάνω σας και να σας περιφέρουν στα δώδεκα τμήματα της βασιλίδος των πόλεων. Κατόπιν να σας παραδώση σε ισόβια εξoρία και ταυτόχρονα συνεχή φρούρησι, έτσι που συνεχώς και για όλο το χρόνο της ζωής σας να οδύρεσθε για τα βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί η κατάρα που εφεύρατε ε ναντίον μας, επέπεσε πάνω στα κεφάλια σας.
Τότε λοιπόν τους πήρε ο έπαρχος και τους τιμώ ρησε κόβοντας τα μέλη τους. Τέλος τους περιέφερε σ' όλη την πόλι και τους εξώρισε στην Λαζική.ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Θείου Πνεύματος, τη επομβρία, ρείθρα έβλυσας, τη Εκκλησία, υπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε, θεολόγων δε του Λόγου την κένωσιν, ομολογίας αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Μάξιμε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθσι ημίν το μέγα έλεος.

ΟΣΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ



Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Λαυρέντιος ἐγεννήθη στὰ Μέγαρα τῆς Ἀττικῆς, κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ 17ου αἰ., ἀπὸ γονεῖς ἁπλοϊκοὺς τὸν Δημήτριον καὶ τὴν Κυριακήν, εὐλαβεῖς στὴν ὀρθόδοξη πίστι καὶ ἀφοσιωμένους στὴν Ἐκκλησία.
Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Λάμπρος Κανέλλος. Ὅταν ἐνηλικιώθη ἐτέλεσε τὸ γάμο του μὲ εὐλαβῆ σύζυγον, τὴν Βασίλω, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησαν δυὸ παιδιὰ τὸν Δημήτριο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μὲ τὴν οἰκογένειά του ἐζοῦσαν εὐσεβῆ καὶ ἁπλοϊκὴ ζωή, μέσα στὰ πολὺ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.
Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ἀγρότης, ἐγνώριζε ὅμως καὶ τὴν τέχνη τοῦ οἰκοδόμου. Ἡ ζωή του ἦταν ἀπολύτως ἐνάρετη, μὲ ἐγκάρδια ὀρθόδοξη παραδοσιακὴ εὐσέβεια καὶ προσευχή, χαρίσματα τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαναν φίλο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὅταν κάποτε εὑρισκόταν μὲ ἄλλους συμπολῖτες του σὲ ἀγροτικὴ περιοχὴ γιὰ καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν, κάποια νύχτα ἐμφανίσθηκε σ᾿ αὐτὸν σὲ ὅραμα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία τὸν καλοῦσε νὰ μεταβῇ σὲ τόπο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε, γιὰ νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐκκλησία της. Ὁ τόπος αὐτὸς εὑρισκόταν στὸ βόρειο μέρος τῆς νήσου Σαλαμῖνος, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν παραλία τῆς Μεγαρῖδος μὲ τὴν ὀνομασία Μεγάλο Πεῦκο (σημερινὴ Νέα Πέραμος). Ὁ γέροντας δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολὴ αὐτή, γι᾿ αὐτὸ τὴν ἑπομένη νύχτα ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι ἡ Παναγία, προτρέποντας αὐτὸν μὲ τρόπο ἐντονώτερο. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμενε στὶς ἀμφιβολίες του, βλέπει γιὰ τρίτη φορὰ τὴν Παναγία προστάζοντάς τον, λέγοντας: Τάχιστα πορεύου, ἄνθρωπε, εἰς τὴν νῆσον, εἰς τὴν ὁποίαν σοῦ εἶπον, νὰ ἐκτελέσῃς τὸ παρ᾿ ἐμοῦ προσταττόμενον.
Τότε ὁ ταπεινὸς γέροντας ἐπέστρεφε ἔντρομος στὴν πόλι του τὰ Μέγαρα, καὶ διηγήθηκε τὸ ὅραμα σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι ἐπίστευαν σ᾿ αὐτὰ καὶ ἄλλοι ἀμφέβαλαν, αὐτὸς δὲ παρέμενε στὸ σπίτι του ἀναποφάσιστος.
Κάποια νύχτα ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι σ᾿ αὐτὸν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἀπειλοῦσα αὐτόν, νὰ πάῃ στὴν Σαλαμῖνα καὶ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολή της.
Τότε ἔλαβε τὴν μεγάλη ἀπόφασι καὶ ἦρθε στὴν παραλία γιὰ νὰ περάσῃ ἀπέναντι. Ἦταν ὅμως τόσο μεγάλη ἡ θαλασσοταραχὴ καὶ πλοιάριο πουθενὰ δὲν ὑπῆρχε, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι ἦταν ἀκατόρθωτο νὰ περάσῃ ἀπέναντι στὴν Σαλαμῖνα. Ἐνῷ δὲ ἐκαθόταν συλλογισμένος καὶ ἀπελπισμένος, ἀκούει ὑπερκόσμια φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ: Ῥῖξε τὴν κάπα σου στὴν θάλασσα καὶ ἀφοῦ καθίσῃς ἐπάνω σ᾿ αὐτήν, θὰ σὲ ὁδηγήσῃ χωρὶς κίνδυνο στὸ νησί. Μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν θεία προσταγὴ καὶ ἀποβάλλοντας κάθε φόβο καὶ ἐνδοιασμό, διέσχισε τὴ θάλασσα ἐπάνω στὴν κάπα του καὶ ἔφθασε σῶος καὶ ἀβλαβὴς στὴν νῆσο Σαλαμῖνα: Εὐθὺς ἐπῆγε στὸν τόπο ὅπου τοῦ εἶχε ὑποδείξῃ ἡ Θεοτόκος, καὶ ὅπου σκάβοντας στὰ ἐρείπια παλαιοτέρας Ἱ. Μονῆς μὲ πολλοὺς κόπους, ηὖρε τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, μαυρισμένη μὲν ἀπὸ τὴν ὑγρασία, πραγματικὸ ὅμως θησαυρὸ γιὰ τὴν νῆσο τῆς Σαλαμῖνος καὶ γιὰ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ Εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὠνομασθη Φανερωμένη, διότι ἀκριβῶς ἐφανερώθη στὸν Ὅσιο. Τὸ ἴδιο ὄνομα ἔλαβε καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ τὴν ὁποία στὴν συνέχεια ἀνοικοδόμησε μὲ πολλοὺς κόπους ὁ Ὅσιος, ὁ ὁποῖος γενόμενος Μοναχὸς ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Λαυρέντιος. Σ᾿ αὐτὴ τὴν Ἱ. Μονὴ ἐχρημάτισε Ἡγούμενος, συγκεντρώσας Ἱερομονάχους καὶ Μοναχούς, διδάσκων καὶ δίδων τὸ παράδειγμα τῆς κατὰ Θεὸν ὁσίας βιοτῆς καὶ καταστήσας τὴν Ἱ. Μονὴ περιώνυμη καὶ σεβάσμια στὴν ἐποχή του.
Ἀρχικῶς ἔκτισε τὸ μικρὸ Ἐκκλησάκι, τὸ ὁποῖο σήμερα τιμᾶται ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ ἀργότερα τὸ μεγάλο Καθολικό, ὁ ὁποῖο ὅμως δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἴδῃ ἁγιογραφημένο μὲ τὶς ἐξαίρετες τοιχογραφίες, τὶς ὁποῖες θαυμάζομε καὶ σήμερα.
Αὐτὸν τὸν ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο, τὸν ὅσιο Λαυρέντιο ὁ Θεὸς τὸν ἐπροίκησε μὲ θαυμαστὰ πνευματικὰ χαρίσματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, διότι ὁ ὅσιος ἐπιτελοῦσε θαύματα ἐνῷ ἀκόμη εὑρισκόταν στὴ ζωή. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι αὐτὸ τῆς θεραπείας τῆς συζύγου Ὀθωμανοῦ ἀξιωματούχου, τὴν ὁποία οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν. Ἡ φήμη τοῦ ἁγ. Λαυρεντίου, ὅτι θεραπεύει ἀρρώστους μὲ τὴν προσευχή του, ἔφθασε στὰ αὐτιά της, καὶ παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιρρήσεις τοῦ συζύγου της, ἐκλήθη στὸ σπίτι τους στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ τὴν σημείωσι τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ στὸ σῶμα της, τὴν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο τὸν βαθύτατο σεβασμὸ καὶ τὶς εὐχαριστίες τοῦ συζύγου της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόδοσι στὴν Ἱ. Μονὴ κτήματος μὲ ἐλιές, εὑρισκομένου στὴν ἀπέναντι περιοχὴ τῆς Μεγαρίδος, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα ἀποκαλεῖται Βλυχάδα, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε παλαιότερα στὴν (ἐρειπωμένη) Ἱ. Μονὴ καὶ τὸ ὁποῖο ὁ Ὀθωμανὸς παράνομα κατακρατοῦσε.
Στὴν ἄσκησι καὶ προσευχὴ ἔζησε ὁ ὅσιος ἀρκετὰ χρόνια, ἐκοιμήθη δὲ ἐν Κυρίω τὴν 9η Μαρτίου τοῦ 1707, ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἀνορθόγραφη σημείωση σὲ χειρόγραφο, σῳζόμενο στὴν Ἱ. Μονὴ ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Τὸν διεδέχθη στὴν Ἡγουμενία ὁ υἱός τους Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει Μοναχός, μὲ τὸ Μοναχικὸ ὄνομα Ἰωακείμ.
Ἡ μετάθεσι τῆς μνήμης του στὴν 7η Μαρτίου φαίνεται ὅτι ἔγινε ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς τῆς Ἱ. Μονῆς του, γιὰ νὰ μὴ συμπίπτει μὲ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Ἀπὸ τὴν ἁπλότητα στὴν ἁγιότητα
Ὁ ὅσιος Λαυρέντιος ὁ Μεγαρεὺς καὶ νέος κτίτωρ τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμῖνος, ὅπως βλέπομε στὸ βίο του, ἦταν ἕνας πολὺ ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, ἄνθρωπος τῆς βιοπάλης καὶ τοῦ μεροκάματου, ἀγρότης καὶ κτίστης, ὅπως ἄλλωστε ἦταν καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, σ᾿ αὐτὴ τὴν φρικτὴ περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Εἶχε καὶ οἰκογένεια, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἀγωνισθῇ καὶ νὰ τὴν διαθρέψῃ.
Ὅμως εἶχε κάποια πνευματικὰ χαρίσματα τὰ ὁποῖα ἔλαμπαν στὴν προσωπικότητά του, σὰν πολύτιμα πετράδια. Καὶ αὐτὰ ἦταν ἡ ἁπλότητα, ἡ καλωσύνη, ἡ συγχωρητικότα καὶ ὁ ἅγιος φόβος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται ἡ πηγαία καὶ ἐγκάρδια εὐσέβεια. Ἄνθρωπος ποὺ παρ᾿ ὅλο τὸν κόπο καὶ τὸν μόχθο τῆς ἡμέρας, δὲν παρέλειπε τὴν ὁλόθερμη προσευχή, τὴν δοξολογία πρὸς τὸν Κύριο καὶ τὴν ἐκζήτησι τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ καθημερινὴ βιοπάλη, γιὰ τὴν διατροφὴ τοῦ σώματος. Καὶ ἡ καθημερινὴ πνευματικὴ πάλη γιὰ τὴν διατροφὴ τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ταπείνωσι, μὲ τὴ νηστεία, μὲ τὴν ἐκζήτησι τῆς θείας Χάριτος.
Ὅποιος ἐπιμένει ἀκόμη, ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃς εἰδικὲς συνθῆκες γιὰ νὰ ἀναζητᾷς τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῇς κατὰ τὸ θέλημά του, ἂς καταλάβη ὅτι κάνει λάθος. Γιὰ τὸν ἁπλὸ οἰκογενειάρχη Λάμπρο, καὶ κατόπιν ὅσιο Λαυρέντιο, καμμία ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες δὲν ἦταν ἰδανική. Ὅλα δύσκολα καὶ ἀντίθετα.
Ὅμως μιὰ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Κύριο καὶ συγχρόνως εἶναι πεπεισμένη γιὰ τὴν ἀγάπη Του, δὲν κάμπτεται καὶ δὲν ὀπισθοχωρεῖ ἀπὸ τὰ τυχὸν ἐμπόδια τῶν ἀνθρώπων ἢ τοῦ Διαβόλου, ἀλλὰ τότε περισσότερο ἐντείνει τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐκζήτησι τοῦ θείου ἐλέους, μὲ πόθο καὶ θέρμη πολλή। Αὐτὸ ἦταν τὸ μυστικὸ τοῦ ὀσίου, ποὺ τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα στὴν ἁγιότητα, γιατὶ ἐπέβλεψε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἅγιος Θεός, ἀξιώνοντάς τον νὰ γίνῃ ὁ εὑρέτης τῆς ἁγίας εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὁ νέος κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς της।ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἶνα τούτου ταὶς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ρυώμεθα κραυγάζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμιν Πάτερ τὰ πρόσφορα.

ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ



Ο άγιοι Χρύσανθος καί Δαρεία έζησαν τόν 3ο αιώνα μ. Χ. Ο άγιος Χρύσανθος ήταν γιός τού ειδωλάτρη άρχοντα Πολέμωνα. Κατηχήθηκε, όμως, στήν πίστη τού Χριστού καί βαπτίσθηκε από κάποιον Επίσκοπο. Ο πατέρας του, πού δέν άργησε νά πληροφορηθή τό γεγονός, προσπάθησε μέ διάφορους τρόπους νά τόν μεταπείση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο διάβολος τόν οποίο λάτρευε, αφού διά τών ειδώλων ενεργούν τά δαιμόνια, τόν συμβούλευσε νά κάνη γιά τόν γιό του ό,τι έκανε καί εκείνος γιά τόν Αδάμ. Δηλαδή, τόν παρέσυρε στήν ανυπακοή καί τόν έβγαλε από τόν Παράδεισο διά τής Εύας.
Απεφάσισε, λοιπόν, ο Πολέμωνας νά νυμφεύση τόν Χρύσανθο μέ ειδωλολάτρισσα, μέ τήν ελπίδα νά τόν μεταπείση εκείνη νά επιστρέψη στήν ειδωλολατρεία, καί τού έδωσε διά τής βίας ως σύζυγό του τήν Δαρεία, μιά γυναίκα πολύ έξυπνη καί δυναμική. Επαληθεύθηκε, όμως, η γνωστή παροιμία, πού λέει ότι «τό έξυπνο πουλί από τήν μύτη πιάνεται». Δηλαδή, αντί νά πείση εκείνη τόν Χρύσανθο νά αρνηθή τόν Χριστό, αντίθετα, τήν έπεισε αυτός νά πάψη νά αποδίδη λατρεία στά άψυχα είδωλα καί νά λατρεύη τόν ζωντανό Θεό. Τήν κατήχησε καί στήν συνέχεια τήν οδήγησε στό βάπτισμα. Από τότε έγιναν μία ψυχή σέ δύο σώματα καί άρχισαν νά εργάζονται μαζί ιεραποστολικά μέ ενθουσιασμό καί ένθερμο ζήλο. Ο βίος τους ήταν όντως οσιακός, αλλά «ηξιώθησαν καί μακαρίου τέλους». Δηλαδή, αξιώθηκαν τήν μαρτυρία τους γιά τόν Χριστό νά τήν σφραγίσουν μέ τό αίμα τού μαρτυρίου τους. Ο βίος καί η πολιτεία τους μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:
Πρώτον. Στήν καθημερινή μας ζωή τά πράγματα δέν έρχονται πάντοτε όπως εμείς τά θέλουμε ή τά προγραμματίζουμε, καί γι’ αυτό στενοχωρούμεθα, μάλιστα δέ κάποιες φορές μέχρις απελπισίας. Πρέπει, όμως, νά γνωρίζουμε ότι τίποτε από αυτά πού μάς συμβαίνουν δέν είναι τυχαίο, αλλά είναι όλα μέσα στό σχέδιο τής αγάπης τού Θεού, ο οποίος διευθύνει τόν κόσμο καί τήν ιστορία καί φροντίζει γιά τήν προκοπή καί τήν σωτηρία μας. Άλλωστε, δέν υπάρχει τύχη καί κανένα από τά γεγονότα τής ζωής μας δέν είναι αποτέλεσμα συμπτώσεων. Γιά όλα έχουμε εμείς τήν ευθύνη, εφ’ όσον είμαστε ελεύθεροι, καί όταν αφήνουμε τόν εαυτό μας στά χέρια τού Θεού γιά νά τόν διευθύνη, τότε διευθετεί Εκείνος τά πάντα κατά τόν καλύτερο τρόπο. Επειδή ο Θεός δέν δημιούργησε τόν κόσμο γιά νά τόν εγκαταλείψη στήν συνέχεια, αλλά τόν διευθύνει ο Ίδιος προσωπικά καί φροντίζει γιά όλους τούς ανθρώπους, καί γιά τόν καθένα ξεχωριστά, χωρίς, όμως, νά παραβιάζη ποτέ τήν ελευθερία κανενός. Επομένως, τά πάντα διευθύνονται από τήν άκτιστη πρόνοια καί τήν αγάπη τού Θεού. Αρκεί εμείς νά κάνουμε υπακοή στό θέλημά Του καί νά δεχόμαστε όλα τά γεγονότα πού συμβαίνουν στήν ζωή μας μέ ευχάριστη καί δοξολογική διάθεση, μέ ψυχραιμία καί μέ τήν βεβαιότητα πώς ό,τι θέλει ή επιτρέπει ο Θεός είναι όλα γιά τό καλό μας.
Όταν έχη κανείς υπομονή καί κυρίως εμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τήν αγάπη τού Θεού, τότε μέ τό πέρασμα τού χρόνου καταλαβαίνει ότι όλα εκείνα πού φάνταζαν κάποτε ως αντιξοότητες, αναποδιές καί αποτυχίες αποδεικνύεται πώς είναι στήν πραγματικότητα μεγάλες ευλογίες καί ανεκτίμητα δώρα τού Θεού. Δυστυχώς, όμως, κάποιες φορές η επιπολαιότητα καί η ανυπομονησία μας δέν μάς επιτρέπουν νά γευθούμε τά ευεργετικά αποτελέσματα τών δωρεών τού Θεού. Εάν ο άγιος Χρύσανθος δέν έκανε υπομονή μέ τήν Δαρεία, τήν οποία νυμφεύθηκε μέ τόν τρόπο πού είδαμε, τότε δέν γνωρίζουμε άν εκείνη θά σωζόταν καί μάλιστα άν θά αναδεικνυόταν οσία καί μάρτυς.
Όταν ο τρόπος τής ζωής μας είναι σύμφωνος μέ τό θέλημα τού Θεού, τότε είμαστε ανοικτοί στήν Χάρη Του καί έτσι γίνεται στήν ζωή μας αυτό πού θέλει ο Θεός. Στήν αντίθετη περίπτωση, ενδεχομένως ο Θεός νά μήν θέλη νά συμβούν στήν ζωή μας κάποια γεγονότα, αλλά τά επιτρέπει, επειδή σέβεται απεριόριστα τήν ελευθερία μας, τήν οποία Εκείνος μάς χάρισε. Στήν πρώτη περίπτωση ο Θεός ευδοκεί, δηλαδή ευαρεστείται γι’ αυτό πού γίνεται, ενώ στήν δεύτερη περίπτωση παραχωρεί.
Δεύτερον. Η αγάπη μεταξύ τών συζύγων δοκιμάζεται καθημερινά καί γι’ αυτό πρέπει συνεχώς νά ανανεώνεται καί νά αυξάνη, γιά νά μπορή νά αντέχη στίς καθημερινές δυσκολίες τού βίου. Ο τρόπος διατηρήσεως καί αυξήσεώς της είναι η συνεχής επικοινωνία μέ τόν Θεό διά τής προσευχής, επειδή ο Θεός είναι ο χορηγός τής τέλειας αγάπης. Η αγάπη στήν αυθεντική της μορφή είναι καρπός τού Αγίου Πνεύματος, τό οποίο κατοικεί στήν καθαρή από τά πάθη καρδιά τού ανθρώπου. Συνήθως, παραπονούμαστε γιά τό ότι δέν μάς αγαπούν οι άλλοι. Αλλά τό πρόβλημα δέν είναι τό άν μάς αγαπούν, αλλά τό άν εμείς αγαπάμε. Όταν κανείς αγαπά αληθινά τότε κάνει υπομονή καί φροντίζει νά λαμβάνη τίς όποιες αποφάσεις του μέ ηρεμία καί μετά από θερμή προσευχή.
Στό σημείο αυτό θά πρέπη νά τονισθή ότι μπορεί κανείς μέ τήν Χάρη τού Θεού νά αγαπά όλους τούς ανθρώπους, αλλά είναι αδύνατο νά είναι μέ όλους φίλος, επειδή η φιλία θέλει δύο. Δηλαδή, δέν μπορείς νά είσαι φίλος μέ τόν άλλον άν εκείνος δέν τό θέλη, αλλά μπορείς νά τόν αγαπάς, φροντίζοντας, όμως παράλληλα, νά παραμένης ανεπηρέαστος από τήν ενδεχόμενη αρνητική συμπεριφορά του καί έτσι νά διασφαλίζης τήν εσωτερική σου ειρήνη. Ο άγιος Νεκτάριος όταν πληροφορήθηκε, τότε πού βρισκόταν στήν Αίγυπτο, ότι κάποιοι τόν συκοφαντούν μέ σκοπό νά τόν διώξουν, είπε τά εξής αξιομνημόνευτα: «Εγώ τούς αγαπώ καί είναι αρκετόν ίνα διατηρώ γαλήνην εντός μου».
Όποιος έχει εσωτερική πληρότητα καί νόημα ζωής, αυτός είναι όντως μακάριος, αφού κατορθώνει νά παραμένη ανεπηρέαστος από τήν αρνητική συμπεριφορά τών άλλων, καί επομένως ελεύθερος νά αγαπά καί νά χαίρεται αληθινά τήν ζωή του.ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ταχύ προκατάλαβε.Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΟΦΙΜΟΣ ΣΑΒΒΑΤΙΟΣ ΔΟΡΙΜΕΔΩΝ



Στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχουν άγιοι που δεν είναι και τόσο γνωστοί στους πολλούς, καθώς και μερικοί εντελώς άγνωστοι, παρά το ότι δεν υστερούν σε τίποτα από τους περισσότερο γνωστούς αγίους. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς ίσως είναι και ανώτεροι, επειδή «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη». Συνήθως, δίδεται από την πλειονότητα των πιστών μεγαλύτερη βαρύτητα στα θαύματα που έχουν σχέση με σωματικές ιάσεις και αυτός είναι προφανώς ένας από τους λόγους που οι περισσότεροι γνωρίζουν κυρίως τα ονόματα των αγίων εκείνων, οι οποίοι έχουν το χάρισμα των ιαμάτων. Τα ονόματα των περισσοτέρων Αποστόλων και μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ανωγίσθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις και συνέβαλαν τα μέγιστα στο να εξαπλωθή το Ευαγγέλιο σε όλη την οικουμένη, στο να παραμείνη ανόθευτη η πίστη, και να διασωθή ο ορθόδοξος τρόπος ζωής και σωτηρίας, χωρίς να σημαίνη ότι δεν επιτελούν και σωματικές ιάσεις, παραμένουν άγνωστα στους πολλούς και σπάνια ακούονται. Παλαιότερα οι άνθρωποι, ίσως επειδή ήσαν ως επί το πλείστον πολύτεκνοι, έδιναν στα παιδιά τους εκτός από τα οικογενειακά ονόματα, και το όνομα του αγίου ο οποίος εόρταζε την ημέρα της γεννήσεως του παιδιού και έτσι διασώζονται και μερικά «σπάνια» ονόματα, όπως το Δορυμέδων, το οποίο έφερε συμμαθητής μου.
Οι μάρτυρες Τρόφιμος Σαββάτιος και Δορυμέδων, τους οποίους ο ιερός υμνογράφος αποκαλεί, τον πρώτο μακάριο και της Εκκλησίας εντρύφημα, τον δεύτερο πάνσοφο και των αθλητών εγκαλλώπισμα, και τον τρίτο δόξα των ευσεβών, ανήκουν στην κατηγορία των αγνώστων στους πολλούς αγίων, έζησαν τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και μαρτύρησαν στην Αντιόχεια.
Οι άγιοι Τρόφιμος και Σαββάτιος βρέθηκαν κάποτε στην Αντιόχεια, είδαν τα όργια που γίνονταν προς τιμήν του Απόλλωνα και τα αποδοκίμασαν δημοσίως, με αποτέλεσμα να συλληφούν και να οδηγηθούν στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα Ηλιόδωρο, ο οποίος διέταξε να μαστιγωθούν ανελέητα με μαστίγια γεμάτα καρφιά. Οι σάρκες τους κόβονταν κομμάτια και το αίμα έρρεε σαν ποτάμι, με αποτέλεσμα ο Σαββάτιος να αφήση την τελευταία του πνοή. Ο Τρόφιμος συνέχισε να παραμένη όρθιος και οδηγήθηκε σε σκληρότερο ηγεμόνα, τον Περώνιο, ο οποίος τον έγδαρε ζωντανό και τον έρριξε μισοπεθαμένο στην φυλακή. Εκεί στην φυλακή τον επισκέφθηκε κάποιος βουλευτής ονόματι Δορυμέδων, ο οποίος είχε παρακολουθήσει τα βασανιστήρια των μαρτύρων και βλέποντας την υπομονή, την ηρεμία και την ανεξικακία τους πίστευσε στον Χριστό και θέλησε να συναντήση τον άγιο Τρόφιμο και να συνομιλήση μαζί του. Βγαίνοντας από την φυλακή ο Δορυμέδων ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, με αποτέλεσμα να βασανισθή σκληρά και να ριχθή μαζί με τον άγιο Τρόφιμο στα άγρια θηρία, τα οποία όμως σεβάσθηκαν τους μάρτυρες και δεν τους πείραξαν καθόλου. Η αρκούδα και η λεοπάρδαλη, παρά το ότι ήσαν πεινασμένες, πλησίασαν τους μάρτυρες και στάθηκαν στα πόδια τους σαν ήμερα αρνάκια. Τότε, στάλθηκε εναντίον τους και ένα εξαγριωμένο από την πείνα λιοντάρι, το οποίο όμως συμπεριφέρθηκε κατά τον ίδιο τρόπο με τα δύο προηγούμενα θηρία. Όταν είδε την συμπεριφορά των θηρίων ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας, εξαγριώθηκε περισσότερο από αυτά και έδωσε εντολή να τους αποκεφαλίσουν. Και με τον τρόπον αυτό οι μάρτυρες παρέδωσαν την αγία ψυχή τους «εις χείρας Θεού ζώντος».
Ο βίος και η πολιτεία των τριών αυτών μαρτύρων μας δίνει την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Ο άνθρωπος όταν απομακρύνεται από τον Θεό και ζη χωρίς την Χάρη του, η δαιμονίζεται η αποκτηνώνεται και αποθηριούται. Μάλλον γίνεται χειρότερος από τα άγρια θηρία, γιατί εκείνα σεβάσθηκαν τους μάρτυρες και δεν τους έβλαψαν, παρά το ότι ήσαν νηστικά, και λογικά θα έπρεπε να τους κατασπαράξουν. Δεν το έκαναν όμως, επειδή και αυτά τα άλογα ζώα καταλαβαίνουν την παρουσία του Θεού, «οσφραίνονται» την άκτιστη Θεία Χάρη και ηρεμούν. Μελετώντας κανείς τους βίους των αγίων διαπιστώνει ότι πολλούς αγίους, που ζούσαν στην έρημο, τους υπηρετούσαν άγρια ζώα, όπως αρκούδες, λιοντάρια κ.λ.π.
Η Χάρη του Θεού όταν εισέρχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου την μαλακώνει και την πλαταίνει τόσο, όσο να χωρά αγαπητικά όλη την οικουμένη. Αντίθετα, χωρίς την άκτιστη θεία Χάρη η καρδιά του ανθρώπου στενεύει και γίνεται σκληρότερη από την πέτρα και το ατσάλι, με αποτέλεσμα να παραμένη ασυγκίνητη μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, την φτώχεια, την εξαθλίωση και την δυστυχία. Κυριαρχείται από τα πάθη και αδιαφορεί εντελώς για τους άλλους. Είναι τελείως ξένη προς την αληθινή αγάπη και διακρίνεται για την ιδοτέλεια, την αλαζονεία και το μίσος για εκείνους που θεωρεί εχθρούς. Μάλιστα, στην περίπτωση που ο θεωρούμενος ως εχθρός είναι αδύναμος, η συντριβή και η εξαφάνισή του σε ηθικό, η και σε βιολογικό επίπεδο, ανάλογα με τις περιστάσεις, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρη.
Η παρουσία του Θεού δια των αγίων μεταβάλλει την ζούγκλα σε ήρεμο τοπίο και τα άγρια θηρία σε αρνάκια. Ενώ η παρουσία των εμπαθών ανθρώπων, των αγριοτέρων θηρίων, μεταβάλλει το ήρεμο τοπίο σε ζούγκλα, τον επίγειο παράδεισο σε επίγεια κόλαση, την ειρήνη σε ταραχή, την χαρά σε θλίψη και πόνο αβάσταχτο και το χαμόγελο σε δάκρυ.
Στις μέρες μας, γίναμε μάρτυρες ενός πολέμου μπροστά στην σκληρότητα και την αγριότητα του οποίου θα υποκλίνονταν και τα αγριότερα θηρία της ζούγκλας। Το αίμα των αθώων θυμάτων, που «βοά προς Κύριον» όπως το αίμα «Άβελ του δικαίου», φανερώνει το μέχρι που μπορεί να φθάση η ανθρώπινη μωρία και σκληροκαρδία, αλλά και η υποκρισία των «δοκούντων άρχειν των εθνών».Η απιστία οδηγεί κατά κανόνα στην σκληροκαρδία και την μισανθρωπία. Αντίθετα, ο φιλόθεος είναι και φιλάνθρωπος, επειδή η άκτιστη Χάρη του Θεού μεταβάλλει και μεταποιεί την «λιθίνη καρδία σε σαρκίνη ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝΤην ακαθαίρετον, Τριάδος δύναμιν, ανθηφορήσαντες, Μάρτυρες ένδοξοι, εναπετέματε στερρώς, την άκανθαν της απάτης, Τρόφιμε μακάριε, Εκκλησίας εντρύφημα, Σαββάτιε πάνσοφε, Αθλητών εγκαλλώπισμα, και δόξα ευσεβών Δορυμέδον όθεν υμάς ανευφημούμεν.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ



Ανάμεσα στους χιλιάδες των αγίων που τιμά και γεραίρει η Εκκλησία μας, εξέχουσα θέση έχει το αγιώτατο ζεύγος των μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας που γιορτάζουμε στις 3 Μαίου και οι οποιοι κατάγονταν από τη θηβαίδα της Αιγύπτου. Ο Άγιος Τιμόθεος γεννήθηκε στο χωριό Παναπέων τηςΘηβαίδος, από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, που από μικρό παιδί τον γαλούχησαν με τα νάματα της πίστεως στον αληθινό θεό. Όταν ήλθε στην κατάλληλη ηλικία, πήρε για σύζυγό του την Μαύρα, κόρη ευσεβών γονέων ωραιότατη στην εμφάνιση, με σωφροσύνη και καλοσύνη, αλλά κυρίως με μεγάλη πίστη και αγάπη στο θεό. Ο Αρχιερέας της Θηβαίδος, βλέποντας τη θαυμαστή ζωή του Αγίου, τον διάλεξε και τον τίμησε με το αξίωμα των κληρικών, τον χειροτόνησε Ιερέα και του ανέθεσε την διακονία να διδάσκει και να κατηχεί τους χριστιανούς, ώστε να γίνονται δυνατοί στην πίστη και να μη δειλιάζουν στους διωγμούς καί στα βάσανα, διότι βρισκόμαστε στον 3ο αιώνα, την εποχή του Διοκλητιανού, όπου μαίνονταν οι φοβερώτεροι διωγμοί.
Με περισσό ζήλο,ο Άγιος Τιμόθεος δίδασκε και εμψύχωνε τον λαό του θεού, αλλά και έφερνε στην αληθινή πίστη τους ειδωλολάτρες που εγκατέλειπαν την ασέβεια και βαπτίζονταν στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος. Δεν πέρασαν 20 μέρες από την ημέρα που τελέστηκε ο γάμος των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και ο ηγεμόνας της Θηβαίδας Αρριανός συνέλαβε τους Αγίους και τους πρόσταξε να φέρουν μπροστά του όλα τα Ιερά βιβλία με σκοπό να τα κάψει. Ο Άγιος Τιμόθεος αρνήθηκε να του τα δώσει και τότε άρχισαν τα φρικτά του βασανιστήρια. Του τρύπησαν με πυρακτωμένα σίδερα τα αυτιά και μετά τον δέσανε στον φρικτό τροχό, που τα καρφιά που είχε ξέσκιζαν τις σάρκες του μάρτυρα, αλλά ο Τιμόθεος παρέμενε καρτερικός σε όλα αυτά και δεν αρνιόταν την πίστη του. Ώσπου, με θαυμαστή επέμβαση ο τροχός σταμάτησε, ελευθερώθηκε ο Τιμόθεος από τα δεσμά του και μπροστά στα μάτια όλων, όλες οι πληγές του θεραπεύτηκαν.
Μπροστά σε αυτό το θέαμα πολλοί από αυτούς που παρακολουθούσαν τα φρικτά μαρτύρια του πίστεψαν στον θεό και ζητούσαν να γίνουν αμέσως χριστιανοί. Αλλά ο ηγεμόνας Αρριανός όχι μόνον δεν μεταμελήθηκε, αλλά διέταξε να δέσουν μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό του μάρτυρα και να τον τριγυρίζουν σε όλη την πύλη και κατόπιν να τον κρεμάσουν από ένα δέντρο. Βλέποντας ότι ο άγιος τα υπέμενε όλα με καρτερία, τον έκλεισε στη φυλακή κι έβαλε στον στόχο να μεταπείσει την Αγία Μαύρα, κολακεύοντας την και παροτρύνοντας την να λατρεύσει τα είδωλα. Εκείνη όμως αρνήθηκε να υποκύψει στις απειλές του κι ομολογούσε μόνον την αγάπη της στον Χριστό. Ο ηγεμόνας ακούγοντας την ομολογία της άναψε από θυμό κι αμέσως διέταξε να κόψουν τα πλούσια μαλλιά της και όλα της τα δάκτυλα. Και η Αγία Μαύρα, αντί να κλαίει και να σφαδάζει από τους πόνους, προσευχόταν στο Χριστό και Τον ευχαριστούσε για τα μαρτύρια που την αξίωσε να περάσει για χάρη Του. Βλέποντας την ανδρεία της ψυχή, ο τύρρανος πρόσταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο καζάνι με βραστό νερό και να ρίξουν γυμνή την Αγία σ' αυτό για να καεί. Ο θεός όμως, ο οποίος διέσωσε και τους τρεις παίδες από την κάμινο την καιομένη στη Βαβυλώνα, δρόσισε το νερό κι έτσι η Αγία παρέμεινε αβλαβης.
Ο Αρριανός, πιστεύοντας ότι οι δήμιοι δεν έβρασαν το νερό όπως τους είχε πει, διέταξε την Αγία Μαύρα να του ρίξει νερό στα χέρια από το καζάνι πού βρισκόταν η ίδια, αλλά τα χέρια του ζεματίστηκαν κι εκείνος ούρλιαζε από τους πόνους και τα εγκαύματα. Ο κόσμος που παρακολουθούσε τα φρικτά βασανιστήρια, θαύμαζε την αόρατη εκείνη δύναμη που έδινε κουράγιο και υπομονή στην Αγία. Καταλαβαίνοντας ο ηγεμόνας ότι είχε γελοιοποιηθεί αρκετά, διέταξε τους δήμιους να κατασκευάσουν δύο σταυρούς, έναν για τον Τιμόθεο κι έναν για την Μαύρα και να τους στήσουν στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Οι δύο νέοι, όταν άκουσαν ότι θα θανατωθούν δια του σταυρού, χάρηκαν κι ευχαριστούσαν τον θεό διότι τους αξίωσε να μαρτυρήσουν με τον ίδιο τρόπο που έχυσε το Τίμιο Αίμα Του ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Πήραν τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους οδήγησαν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί οι Άγιοι αγκάλιαζαν ο καθένας τον σταυρό του, τον φιλούσε και τον εγκωμίαζε. Κατόπιν, με λαχτάρα, ξάπλωσαν ο καθένας στον δικό του σταυρό και οι δήμιοι τους σταύρωσαν. Έμειναν πάνω στο σταυρύ εννέα μέρες. Και οι δύο εμψύχωναν ο ένας τον άλλον, προσεύχονταν και χαίρονταν, έχοντας τον νου τους στραμμένο στον Ουρανό. Ακόμη και πάνω στο σταυρό, ο διάβολος προσπαθούσε να τους ξεγελάσει με οπτασίες, αλλά ο Χριστός έστειλε άγγελο δίπλα τους που τους ενεθάρρυνε και τους έδειξε με θαυμαστύ τρόπο αυτά που τους περίμεναν κοντά στη δόξα του θεού. Έτσι, γεμάτοι χαρά κι αγαλλίαση, παρέδωσαν στον Χριστό κι αγαπημένο τους Νυμφίο, οι μακάριοι μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα την ψυχή τους στις 3 Μαίου. Κάποιοι χριστιανοί έδωσαν χρήματα στους στρατιώτες και πήραν τα σώματα των μαρτύρων, τα οποία έθαψαν με τιμές και ευλάβεια. Τα λείψανα τους τελούν άπειρα θαύματα σε όσους τους τιμούν και τους επικαλούνται.
Περικαλλής ναός έχει κτιστεί στο χωριό Μαχαιράδο της Ζακύνθου, στο οποίον προστρέχουν εκεί οι πιστοί που τιμούν το ευλαβές ζεύγος των μαρτύρων και λαμβάνουν ότι με πίστη ζητούν από εκείνους. Επίσης στην Ηλιούπολη Αθηνών υπάρχει περικαλλής ναός των Αγίων, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Το μαρτύριο τους ήταν φοβερό και βλέποντας το όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και οι άγγελοι σίγουρα εξεπλάγησαν. Γι' αυτό και ο στεφοδότης Χριστός μας στον ουρανό τους στεφάνωσε ενδόξως και στη γη ενεργεί διαμέσου των λειψάνων τους άπειρα θαύματα. Σε μας μένει το μεγάλο παράδειγμα του μαρτυρίου τους και της ομολογίας τους, μένοντας εκστατικοί και παίρνοντας παράδειγμα ακόμα και για την καθημερινή μας ζωή, βλέποντας τον φθαρτό πηλό να υπομένει τόσα βάσανα και μαρτύρια, ακόμα και τη φρικτή σταύρωση, αντλώντας όλη αυτή την δύναμη από την αγάπη και την πίστη προς το Νυμφίο Χριστό μας.Η μνήμη τους εορτάζεται κάθε χρόνο στις 3 Μαίου.ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ως ζεύγος ομόζυγον, και ξυνωρίς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, και Μαύρα νύμφη Χριστού, ενθέως ηθλήσατε, σύμμορφοι γαρ οφθέντες, των παθών του Κυρίου, δόξης ακατάλυτου, ηξιώθητε άμφω, πρεσβεύοντες τω Σωτήρι, υπέρ των ψυχών ημών.

ΑΓΙΟΙ ΜΑΝΟΥΗΛ ΣΑΒΕΛ ΙΣΜΑΗΛ



Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία, ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ὁ πατέρας τους ἦταν πυρολάτρης, ὅπως ὅλοι οἱ Πέρσες. Ἡ μητέρα του ὅμως, εὐσεβέστατη Χριστιανή, ἐμπιστεύθηκε αὐτοὺς στὸν εὐλαβὴ πρεσβύτερο Εὔνικο, γιὰ τὴ χριστιανικὴ αὐτῶν ἀγωγὴ καὶ μόρφωση. Στρατιωτικοὶ τὸ ἐπάγγελμα, ἀπεστάλησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Βαλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρεσβευτὲς εἰρήνης. Ἀφιχθέντες στὴ Χαλκηδόνα εἶδαν τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα,
μὲ τὴν παρουσία πλήθους κόσμου, κατοίκων τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη.
Τοῦτο τοὺς ἐλύπησε πολὺ καὶ οἰκτείρησαν τὸ κράτος, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ὁποίου ἔγινε ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας। Ἕνεκα τούτου καταγγέλθηκαν ὑπὸ τοῦ κουβικουλάριου Ἰνδικοῦ πρὸς τὸν Ἰουλιανό, προσαχθέντες δὲ ἀνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ μὴ πεισθέντες νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ τοὺς ἐχτύπησαν σκληρά, διεπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους μὲ περόνες, ἔκαψαν τὶς μασχάλες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τοὺς ἐβασάνισαν ποικιλότροπα, τοὺς μετέφεραν, τὸ 363 μ।Χ।, στὸ τεῖχος τοῦ Κωνσταντίνου κοντὰ στὴ Θράκη, σὲ γκρεμῶδες μέρος καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Τὰ τίμια λείψανά τους, περισυλλεγέντα ὑπὸ πιστῶν Χριστιανῶν, ἐνταφιάσθηκαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Τὴν ὡραιότητα.Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φῆλιξ σὺν αὐτοῖς, Ἑρμείας καὶ Περεγρῖνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος· διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.

ΑΓΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΝΑΤΑΛΙΑ



Ο άγιος μάρτυς Αδριανός και η σύζυγός του Ναταλία κατάγονταν από την Νικομήδεια και έζησαν την εποχή των διωγμών, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού (298 μ. Χ.). Η δύσκολη εκείνη περίοδος για την Εκκλησία, έχει να επιδείξη αναρίθμητα πλήθη Ομολογητών και Μαρτύρων, γενναίων αθλητών του πνευματικού στίβου, οι οποίοι επότισαν με το αίμα τους το δένδρο της αυθεντικής πίστης και της αληθινής ελευθερίας. Και ταυτόχρονα φανέρωσαν με την συμπεριφορά και το ήθος τους το τί σημαίνει αρχοντική αγάπη, πραγματική λεβεντιά, υπέρβαση του θανάτου στα όρια της προσωπικής υπάρξεως και βίωση της όντως ζωής, που νεκρώνει τον θάνατο.
Κατά την δεύτερη περίοδο της βασιλείας του Μαξιμιανού, συνελήφθησαν εικοσιτρείς Χριστιανοί, ρίφθηκαν στα μπουντρούμια και βασανίζονταν. Αυτούς τους Μάρτυρες επισκέφθηκε ο άγιος Αδριανός και τους ρώτησε γιατί υπομένουν αυτά τα ανυπόφορα βάσανα και εκείνοι αποκρίθηκαν: “Υπομένουμε, για να κερδίσουμε τα αγαθά, τα οποία είναι ετοιμασμένα στους ουρανούς από τον Θεό, για εκείνους οι οποίοι πάσχουν υπέρ της αγάπης του, τα οποία αγαθά ούτε ακοή δύναται να ακούση, ούτε λόγος να παραστήση”. Μετά την απόκριση αυτή ο μακάριος Αδριανός είπε να γράψουν και το δικό του όνομα μεταξύ των Μαρτύρων και αφού ομολόγησε τον Χριστό τον έδεσαν και τον εφυλάκισαν. Όταν η σύζυγός του Ναταλία έμαθε το νέο, πήγε στην φυλακή και φιλούσε συγκινημένη τα δεσμά του, τον μακάριζε για την προθυμία που έδειξε και παρακαλούσε τους άλλους συνδεσμίους να προσεύχονται στον Θεό γι’ αυτόν.
Η αγία Ναταλία έζησε από κοντά το μαρτύριο του συζύγου της και του συμπαραστάθηκε ολόψυχα. Με θαυμαστή ανδρεία και αφάνταστη ψυχραιμία παρέμενε κοντά του, τον ενθάρρυνε, τον εμψύχωνε και τον προέτρεπε να υπομείνη το μαρτύριο μέχρι τέλους, για την αγάπη του Χριστού και έτσι να γευθή την αληθινή ζωή και την τέλεια χαρά μέσα στο ατέλειωτο πανηγύρι της βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, μαζί με τους Αγίους και τους Αγγέλους. Και όταν ο άγιος Αδριανός ετελείωσε το μαρτύριο μαζί με τους άλλους Μάρτυρες και τα άγια λείψανά τους θα ερίπτοντο στην φωτιά για να καούν, τότε η μακαρία Ναταλία έλαβε το χέρι του συζύγου της, που ήταν κομμένο, και το κρατούσε ως ατίμητο θησαυρό. Όταν έριξαν τα άγια λείψανα στην φωτιά, άρχισε να βρέχη και η φωτιά έσβησε. Τότε κάποιος Χριστιανός μάζεψε τα άγια λείψανα και τα ενταφίασε στην Αργυρούπολη. Όταν παρέδωσε και η Ναταλία την αγία ψυχή της στα χέρια του Θεού, μετά από λίγο καιρό, την ενταφίασαν κοντά στα ιερά λείψανα του συζύγου της και των άλλων αγίων Μαρτύρων.
Οι άγιοι Μάρτυρες είναι οι αθλητές ή μάλλον οι πρωταθλητές του πνευματικού σταδίου, οι οποίοι ήθλησαν καλά και νόμιμα και στεφανώθηκαν από τον αγωνοθέτη Θεό. “Άγιοι μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες...”. Γιατί εκτός από το γνωστό σε όλους μας στάδιο των σωματικών αθλημάτων, στο οποίο γίνονται κατά καιρούς αγωνίσματα και βραβεύονται οι πρωταθλητές, υπάρχουν άλλα δύο στάδια και άλλα δύο είδη αθλητών. Το ένα είναι το στάδιο της καθημερινής ζωής, όπου καλείται ο καθένας να δώση τον δικό του αγώνα για επιβίωση και προκοπή. Το άλλο είναι το στάδιο των πνευματικών αγώνων, όπου οι αθλητές δίνουν, εκτός από τον αγώνα της καθημερινής ζωής, και έναν άλλο αγώνα εσωτερικό και υπαρξιακό. Έναν αγώνα που γίνεται μέσα στην καρδιά και γίνεται αντιληπτός μόνον από εκείνους που έχουν πνευματικά βιώματα. Αγωνίζονται να καθαρίσουν την καρδιά τους από τα πάθη και να γίνουν αληθινοί άνθρωποι. Γιατί κάθε εποχή και κάθε κοινωνία έχει ανάγκη από αληθινούς ανθρώπους. Από ανθρώπους με ανυπόκριτη απλότητα, ανιδιοτελή αγάπη και πνεύμα θυσίας και προσφοράς για τους άλλους και όχι από φίλαυτους και εκμεταλλευτάς του ανθρώπινου πόνου.
Το πρώτο στάδιο, της σωματικής γυμναστικής, είναι αξιόλογο και όσοι αθλούνται σε αυτό είναι άξιοι επαίνου. Το δεύτερο στάδιο, της βιολογικής ύπαρξης, δεν είναι ούτε για έπαινο ούτε για κατάκριση, αφού ούτως ή άλλως όλοι οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται μέσα σε αυτό και από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης. Το τρίτο στάδιο, των πνευματικών αγώνων, που είναι και το ωραιότερο, επιλέγεται συνήθως από τους λίγους. Από τα ανήσυχα εκείνα πνεύματα που δεν αρκούνται στις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά επιθυμούν μια ανώτερη πνευματική ζωή, που τους καταξιώνει ως ανθρώπους. Αυτοί αναδύονται σε έναν εσωτερικό αγώνα για να κυριαρχήσουν επάνω στα πάθη τους και να βιώσουν μέσα στην καρδιά τους την αληθινή ηδονή, που είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος, και είναι απαλλαγμένη από την πίκρα και την οδύνη. Γιατί η καρδιά είναι ο χώρος εκείνος μέσα στον οποίο ο άνθρωπος βιώνει τον παράδεισο ή την κόλαση στην παρούσα ζωή, αλλά και στην μέλλουσα, αφού η ανθρώπινη ζωή δεν έχει τέλος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο, αλλά ταυτόχρονα και στάδιο πνευματικών αγώνων. Με τον τρόπο ζωής που προσφέρει έχει αναδείξει ένα αναρίθμητο πλήθος αθλητών και πρωταθλητών της πνευματικής ζωής. Αυτοί είναι οι Απόστολοι, οι Προφήτες, οι Όσιοι, οι Μάρτυρες, οι Ομολογητές. Με έναν λόγο όλοι οι Άγιοι, αλλά και όλοι εκείνοι που αγωνίζονται συνεχώς, ημέρα και νύκτα, με την προσευχή, την μυστηριακή ζωή και την άσκηση, να επιτύχουν τον προσωπικό τους αγιασμό.
Η σωματική άσκηση είναι αξιόλογη και επαινετή, αλλά “πρός ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμός εστιν, επαγγελίας έχουσα ζωής, την νυν και της μελλούσης” (Α΄ Τιμ. δ΄ 8). Ας την αγαπήσουμε.ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Αναφαίρετον όλβον ηγήσω, την σωτήριον, πίστιν τρισμάκαρ, καταλιπών την πατρώαν ασέβειαν και τω Δεσπότη κατ' ίχνος επόμενος, κατεπλουτίσθης ενθέοις χαρίσμασιν Αδριανέ ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, ομού συν Ναταλία τη θεόφρονι.

ΟΙ ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΤΥΦΛΙΔΑΣ


Το 1227 κατέλαβαν την Γεωργία οι Χωράσμιοι με αρχηγό τον Τζαλαλεντίν. Ο εχθρός κατέστρεψε όλη την χώρα, ως και την πρωτεύουσα Τιφλίδα, η οποία αντιστάθηκε ηρωικά αρκετό διάστημα. Ο εχθρός δεν σεβάστηκε τίποτα, άνδρες, γυναίκες, ούτε παιδιά. Για το φρικτό αυτό γεγονός ο Γεωργιανός ιστοριογράφος Ζαμτααγμτσερέλι αναφέρει στις πηγές του: «και μπήκαν με μεγάλη οργή, άρπαξαν τα βρέφη από το στήθος των μανάδων τους, τα έριχναν επάνω σε πέτρες, τα έβγαζαν μάτια και μυαλά και μετά σκότωναν και τις μάνες. Τους ιερείς τους έδεναν στα άλογα και τους έσερναν στους δρόμους. Τους νέους αποκεφάλιζαν. Το αίμα κυλούσε σαν ποτάμι... ο Τζαλαλεντίν άρχισε να καταστρέφει τις εκκλησίες, και γκρέμισε τον τρούλο του Μητροπολιτικού ναού Σιών για να ανοικοδομήσει εκεί την έδρα του. Εκείνος ο αιμοσταγής διέταξε να βγάλουν τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας που υπήρχαν στην εκκλησία Σιόνι και να τις βάλουν στην είσοδο της γέφυρας και πρόσταζε ο κατακτητής τους Χριστιανούς να προσβάλλουν τις εικόνες πατώντας τες με τα πόδια τους και αρνούμενοι την πίστη τους. Όσοι αρνούνταν να εκτελέσουν την διαταγή του πρόσταξε να αποκεφαλίζονται. Έφερναν πλήθος γεωργιανών κατοίκων, άνδρες, γυναίκες, νέους, εξαναγκάζοντάς τους με αυτό τον τρόπο, να αρνηθούν την Χριστιανική Θρησκεία. Ο πιστός, όμως, λαός ακόμη μια φορά έδειξε την βαθιά του ευσέβεια στην αγία πίστη του Χριστού και αρνήθηκε να εκτελέσει την διαταγή του κατακτητού, και πολλές χιλιάδες γεωργιανοί πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου».

ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ


Ο Άγιος Βλάσιος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Λικινίου (308 - 323 μ।Χ।)। Σπούδασε ιατρική αλλά προσέφερε χωρίς χρήματα τις υπηρεσίες του, ως φιλανθρωπία, στους πάσχοντες και ασθενείς. Εκτός από την ιατρική βοήθεια χορηγούσε δωρεάν στους ασθενείς τα φάρμακα και τους έδινε τα έξοδα νοσηλείας τους. Η φιλανθρωπική δραστηριότητα εκαλλιεργείτο στην ψυχή του από την αγάπη προς τον Θεό και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Η Εκκλησία τον δέχθηκε στις τάξεις του ιερού κλήρου και τον εξέλεξε Επίσκοπο Σεβαστείας.Επί της βασιλείας του Λικινίου, ο έπαρχος Αγρικόλας τον συνέλαβε και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Οι στρατιώτες, αφού τον μαστίγωσαν ανηλεώς με ραβδιά, τον κρέμασαν από ξύλο και στην συνέχεια τον οδήγησαν δεμένο στην φυλακή. Έπειτα τον έριξαν στο βυθό μιας λίμνης. Όμως ο Άγιος, μετά την θαυματουργική του επέμβαση του Θεού, διασώθηκε. Εξοργισθέντες τότε οι εχθροί της πίστεως τον αποκεφάλισαν το 316 μ.Χ॥ Έτσι, ο Άγιος Ιερομάρτυς Βλάσιος έλαβε από τον Κύριο της δόξας το στέφανο του μαρτυρίου.Η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν κοντά στο Μαρτύριο του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Φερωνύμως βλαστήσας, ὡς δένδρον εὔκαρπον, ἱεράρχα Κυρίου Βλάσιε ἔνδοξε, μαρτυρίου τοὺς καρποὺς κόσμῳ προήγαγες καὶ θαυμάτων δωρεάς ἀναβλύζεις δαψιλῶς, ὡς θεῖος ἱερομάρτυς τοῖς καταφεύγουσι πάτερ τῇ ἀντιλήψει τῆς πρεσβείας σου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΩΝ


Ο Άγιος Σώζων έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ।Χ॥ Πατρίδα του ήταν η Λυκαονία και σαν ειδωλολάτρης ονομαζόταν Ταράσιος. Όταν βαπτίσθηκε χριστιανός, ονομάσθηκε Σώζων. Βοσκός στο επάγγελμα, προσπαθούσε να μιμείται την ημερότητα των προβάτων, που θαύμαζε πολύ. Πολλές φορές τον ενοχλούσαν και τον αδικούσαν οι άλλοι βοσκοί, αλλά αυτός πάντοτε στάθηκε πράος απέναντι τους. «Μου είναι ντροπή», έλεγε, «να γίνω κατώτερος από τα πρόβατα που βόσκουν». Μελετούσε με επιμέλεια την Αγία Γραφή, και όταν στην εξοχή συναντούσε ειδωλολάτρη, προσπαθούσε να τον κατηχήσει στο Χριστό. Κάποτε ο Σώζων πήγε στην Πομπηϊούπολη της Κιλικίας, όπου υπήρχε ένα χρυσό ειδωλολατρικό άγαλμα. Μόλις το είδε, η ψυχή του πράου Σώζοντα παροργίστηκε. Τότε, με θάρρος πολύ, έσπασε το δεξί χέρι του χρυσού αγάλματος, το πούλησε και τα έσοδα διαμοίρασε στους φτωχούς. Ο έπαρχος Μαξιμιανός αναστατώθηκε και φυλάκισε πολλούς ανεύθυνους. Όταν το έμαθε αυτό ο Σώζων, παρουσιάστηκε στον έπαρχο και στις απειλές του με ήρεμο ύφος απάντησε ότι μέσα στο ναό το άγαλμα ήταν άχρηστο, ενώ έτσι ωφέλησε και κάποιους φτωχούς. Αμέσως τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τον έριξαν στη φωτιά, όπου ο πράος και ζηλωτής βοσκός απήλθε προς τον Κύριο.ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Τῆς ἐρήμου πολίτης.Δι' ὄμφης οὐρανίου πιστωθεῖς πρὸς τὰ κρείττονα, τοὺς τῆς εὐσέβειας ἀγῶνας, ἄπτοητως διέδραμες· καὶ ὤφθης τοῦ Σωτῆρος κοινωνός, ἀθλήσας Μάρτυς Σῴζων ἄνδρικως· διὰ τοῦτο διασῴζεις ἐκ πειρασμῶν, τοὺς πίστει προσιόντας σοί. Δόξα τῷ παρασχόντι σοὶ ἴσχυν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἔνεργουντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.

ΑΓΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΙΝΟΣ Ο ΜΑΓΕΙΡΑΣ


Ο Άγιος Ευφρόσυνος υπήρξε αγράμματος, αλλά αληθινά ευσεβής και πιστός। Έκανε οικονομίες με στερήσεις του εαυτού του, μόνο και μόνο για να κάνει ελεημοσύνες। Το επάγγελμα του, του επέτρεπε να τρώει πρώτος τα καλύτερα φαγητά. Αυτός όμως, δεν θέλησε να το μεταχειριστεί ποτέ. Έτρωγε με μεγάλη ευχαρίστηση τα χόρτα και τις ελιές του, τη στιγμή που έβραζαν ή έψηναν μπροστά του τα ορεκτικότερα κρέατα και τα προκλητικότερα ψάρια. Κατόπιν ο Ευφρόσυνος πήγε σε μοναστήρι, όπου και εκεί εξασκούσε το έργο του μαγείρου. Αλλά αυτός, αντίθετα από ότι στα κοσμικά ξενοδοχεία, στο μοναστήρι έφτιαχνε μετριότατο φαγητό. Σε μερικούς που τον ειρωνεύονταν γι’ αυτή του την κατάσταση, ο Ευφρόσυνος με πραότητα απαντούσε: «Η καλή μαγειρική δεν είναι τόσο καλός βοηθός για την βασιλεία των ουρανών. Την πολλή ευφροσύνη που ζητούν τα σώματα, θα τη χάσουν κατ’ ανάγκην οι ψυχές. Και εγώ δεν έχω εδώ προορισμό να σας κολάσω». Τελικά ο Ευφρόσυνος, πέθανε σ’ ένα ερημικό ησυχαστήριο. Και η Εκκλησία, που ξέρει ότι στην αιώνια ζωή δεν έχει κανένα ανώτερο δικαίωμα από έναν μάγειρα ένας βασιλιάς ή φιλόσοφος, ανέγραψε μεταξύ των αγίων της τον μάγειρο Ευφρόσυνο, επειδή ήξερε και να πιστεύει και να ζει κατά το θέλημα του Θεού.ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Τὸν συνάναρχον Λόγον.Ταπεινώσει καρδίας Πάτερ Εὐφρόσυνε, τῷ μαγειρείῳ προσφέρων διακονίαν τὴν σήν, ἐπληρώθης ἀληθῶς Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν ἐγνώρισεν ἡμῖν, τὴν σὴν δόξαν ὁ Θεός, δι’ ἱερέως ὁσίου· ἧς καὶ ἡμᾶς θεοφόρε, μετόχους δεῖξον ταῖς πρεσβείαις σου.

ΑΓΙΟΣ ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ


Ο Άγιος Αυτόνομος ήταν επίσκοπος στην Ιταλία και είχε στην επισκοπή του πλούσια χριστιανική δράση। Όταν άρχισε ο διωγμός του Διοκλητιανού εγκατέλειψε τη θέση του, και πήγε στους Σώρεους της Μικράς Ασίας। Εκεί εγκαταστάθηκε στο σπίτι ενός χριστιανού, του Κορνήλιου και συνέχιζε να διδάσκει το Ευαγγέλιο। Στη συνέχεια μετέβη στην Λυκαονία και στην Ισαυρία για να συνεχίσει το έργο του. Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του χειροτόνησε διάκονο τον Κορνήλιο. Ύστερα από καιρό όταν επέστρεψε στους Σωρεούς, και είδε το πολύ καλό έργο πού είχε κάνει να ασπαστούν τον χριστιανισμό πολλοί άνθρωποι, τον χειροτόνησε ιερέα. Αφού επισκέπτεται πολλές περιοχές στον Εύξεινο Πόντο επιστρέφει πάλι κοντά στον Κορνήλιο και τον χειροτονεί επίσκοπο. Το θεάρεστο έργο που έκανε ο άγιος Αυτόνομος ενόχλησε τους ειδωλολάτρες και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό την ώρα πού λειτουργούσε μέσα στο ναό το 313 μ.Χ. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ἐκ Δυσμῶν ἀνατείλας ὡς ἀστὴρ οὐρανόφωτος, καὶ πρὸς τὴν Ἐώαν ἐκλάμψας, ταὶς ἀκτίσι τῶν τρόπων σου, τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Ἰησοῦν, ἐδόξασας ἀθλήσει σου στερρῆ· διὰ τοῦτο ἐδοξάσθης θεουργικῶς, Αὐτόνομε Πατὴρ ἠμῶν. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν Ἰάματα.

ΑΓΙΟΣ ΣΕΒΗΡΙΑΝΟΣ


Ο Άγιος Σεβηριανός μαρτύρησε στα χρόνια του βασιλιά Λικινίου। Καταγόταν από τη Σεθάστεια και τον διέκρινε θερμός ζήλος, με τον οποίο υπηρετούσε το Ευαγγέλιο। Χρησιμοποιούσε τα πλούτη του για τους φτωχούς και για τους φυλακισμένους χριστιανούς. Είχε φέρει πολλούς στη χριστιανική πίστη και αρκετούς είχε ενθαρρύνει να υποστούν καρτερικά και νικηφόρα το μαρτύριο. Όλα αυτά έκαναν τον αιμοβόρο ηγεμόνα Λυσία να καλέσει το Σεβηριανό στην Καισαρεία. Εκεί, αφού απέτυχε στην προσπάθεια του να κάμψει το φρόνημα του Αγίου, διέταξε να τον μαστιγώσουν με νεύρα βοδιού. Κατόπιν, ξέσχισαν τις σάρκες του με σιδερένια νύχια, έτσι ώστε το αίμα να τρέχει σαν χείμαρρος. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι και οι πληγές μεγάλες και βαριές. Η υπομονή, όμως, του Σεβηριανού ήταν ισχυρότερη και αναφώνησε προς τον Κύριο θερμή προσευχή, την οποία πρέπει να χρησιμοποιεί κάθε αγωνιζόμενος χριστιανός, σε καιρό δοκιμασιών: «Κύριε Ιησού, ο ποιών θαυμάσια, ο επί του σταυρού κρεμασθείς και τον υπερήφανον τοιουτοτρόπως καταβολών, ο μέχρι και σήμερον δι’ υπερθαυμάτων έργων μεγαλυνόμενος, ελθέ να με σώσης, και τον μεν βραχίονα του πονηρού αμαρτωλού σύντριψαν, τας δε ιδικός μου δυνάμεις σύσφιγξον, αγαθέ, και δος μοι τον αγώνα τούτον να διανύσω του μαρτυρίου». Και η βοήθεια ήλθε. Η ψυχή του έμεινε σταθερή και νικήτρια, το δε σώμα του έμεινε κρεμασμένο στο τείχος της Καισαρείας.ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Σοφία τῶν λόγων σου, παρεμβολὴν ἱερόν, ἐνθέως ἐπήλειψας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, πρὸς ἄθλησιν ἔνθεον ὅθεν τᾶς φθειρομένας, παριδῶν ὑπολήψεις, ἄφθαρτον ἐκομίσω, δι' ἀθλήσεως δόξαν διὸ Σεβηριανὲ σέ, ὕμνοις γεραίρομεν.

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΓΙΟΙ ΦΛΩΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΟΣ



Οι Άγιοι Φλώρος και Λαύρος ήταν δίδυμα αδέλφια και ήταν άρρηκτα ενωμένοι δια της θερμής πίστεως και αγάπης που είχαν προς το Χριστό. Κατάγονταν από το Βυζάντιο και είχαν διδαχθεί το χριστιανισμό και την τέχνη του λιθοξόου από τους Αγίους Πρόκλο (ή Πάτροκλο σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο) και Μάξιμο, οι όποιοι υπέστησαν και μαρτυρικό θάνατο για το Χριστό.
Μετά το θάνατο των διδασκάλων τους, ο Φλώρος και ο Λαύρος αναχώρησαν στην Ιλλυρία και διάλεξαν σαν τόπο διαμονής τους την πόλη Ουλπιανά. Στην πόλη αυτή εργάζονταν την τέχνη τους, αλλά συγχρόνως μέσω αυτής προσπαθούσαν για την εξάπλωση του Ευαγγελίου.
Εκεί υπήρχε και κάποιος Ιερέας ειδώλων, ονομαζόμενος Μερέντιος. Ο γιος αυτού Αθανάσιος από το ένα του μάτι έπαθε τύφλωση, που από την ιατρική επιστήμη δε βρήκε θεραπεία. Τότε πλησίασε τους δύο τεχνίτες αδελφούς, οι οποίοι με την επίκληση του ονόματος του Χριστού θεράπευσαν το μάτι του γιου του ειδωλολάτρη Ιερέα, με αποτέλεσμα να πιστέψουν και οι δύο στο Χριστό. Αυτό μόλις το έμαθε ο έπαρχος Λύκων, συνέλαβε τους δύο αδελφούς και, αφού τους βασάνισε φρικτά, τους έριξε μέσα σε ένα πηγάδι, όπου και παρέδωσαν το πνεύμα τους. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Τον συνάναρχον ΛόγονΕυσεβείας τοις τρόποις εγγυμναζόμενοι, του μαρτυρίου την τρίβον διαπεράτε καλώς, ως αυτάδελφοι κλεινοί Χριστόν δοξάσαντες, όθεν γεραίρομεν υμάς, ως γενναίους Αθλητάς, Φλώρε και Λαύρε βοώντες. Από παντοίας ανάγκης, ρύσασθε πάντας ημάς Άγιοι.

ΑΓΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ



Η Αγία Ευφημία έζησε κατά τούς χρόνους του Διοκλητιανού καί ήθλησε τό έτος 303. Κατήγετο από την Χαλκηδόνα. Ήτο θυγάτηρ του περιφανούς και πλουσίου Συγκλητικού Φιλόφρονος και της ευσεβούς και φιλοπτώχου Θεοδοσιανής. Η Αγία επαιδαγωγήθη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» διό ηγάπησε τόν Χριστό , την παρθενίαν και την μετά ζήλου ομολο γίαν του Χριστού.O ανθύπατος της Ανατολής Πρίσκος εχων συγ κάθεδρον τον φιλόσοφον και ιερέα του Άρεως Απελ ιανόν, εκήρυξε, κατά την απόφασιν και εντολήν του Διοκλητιανού, διωγμόν κατά των Χριστιανών εις την Ανατολήν. Κατά την εορτήν του ψευδωνύμου Θεού Άρεως εζήτησε άπαντες οι κάτοικοι να προσέλθουν εις την εορτήν. Όσoι δεν θα προσήρχοντο θα ετιμωρούντο με φοβερά κολαστήρια. Οι χριστιανοί καθ' ομά δας εκρύπτοντο άλλοι εις οικίας και άλλοι εις ερημι κάς περιοχάς. Ή Αγία Ευφημία ηγείτο μιας τοιαύτης ομάδος στηρίζουσα τούς πιστούς διά του φλογερού λόγου της.Συνελήφθη η Αγία μετά των τεσσαράκοντα εννέα μελών της ομάδος της. Εις την πρόσκλησιν του Πρί σκου νά θυσιάσουν εις τό είδωλον του Άρεως η Αγία και η ομάδα της ηρνήθησαν με τόλμην και παρρη σίαν, από την απάντησίν των εθυμώθη ο Πρίσκος και έδωκεν εντολήν να δέρουν επί είκοσι ημέρας τους Αγίους και να τους φυλακίσουν. Μετά τας είκοσι ημέρας εδοκίμασε και πάλιν να πείσει τούς μάρτυρας να θυσιάσουν. Μετά την αρνησίν των, τους έδειραν τόσον, ώστε κατεπονήθησαν οι δέροντες στρατιώται. Τότε τούς λοιπούς μάρτυρας ο Πρίσκος έκλεισεν εις την φυλακήν, την δε Αγίαν προσεπάθησε να την πεί σει να θυσιάσει. Μετά την άρνησίν της και την ομολο γίαν της πίστεώς της εις τον Χριστόν την έβαλον εις τον τροχόν και έτσι κατεκόπτετο όλον το σώμα της Αγίας. Κατά το μαρτύριόν της η Αγία προσηύχετο διαρκώς. Μετά το πέρας της προσευχής της θαυμα τουργικώς ελύθη από τον τροχόν και αποκατεστάθη τέλειον και υγιές το σώμα της. Εν συνεχεία ερρίφθη η Αγία εις πυρακτωμένην κάμινον. Οι προεστώτες των υπηρετών Σωσθένης και Βίκτωρ ηρνήθησαν να ρίψουν την Αγίαν εις την κάμινον, διότι έβλεπον να ίνστανται παρά το πλευρόν της Αγίας δύο φοβεροί άν δρες, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα διασκορπίσουν το πυρ. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ ομολόγησαν τον Χρι στόν και εμαρτύρησαν. Προσευχηθείσα η Αγία ερρί φθη εις την κάμινον. Η φλόξ δεν ήγγισε την Αγίαν, αλλά διεσκορπίσθη έξω της καμίνου και έκαυσε πολλούς.
Ο Πρίσκος υπέβαλε την Αγίαν εις νέον μαρτύ ριον. Εκτύπωv την Μάρτυρα με οξείς λίθους και σί­δηρα αιχμηρά και έτσι κατεκόπη και κατεξεσχίσθη το σωμά της. Και πάλιv θαυματουργικώς αποκατεστά θη υγιής. Ακολούθως ερρίφθη η Αγία εις μεγάλην δε ξαμενήv, όπου ύπηρχον σαρκοβόρα θηρία της θαλάσ σης. Τα θηρία όχι μόνον δεv έβλαψαv την Αγίαν, αλ λά και τηv εβάσταζοv επάνω των. Έπειτα έβαλοv την Μάρτυρα εις λάκκον με σουβλιά. Και εκείθεν εξήλ θεν αβλαβής. Επεχείρησεv ο Πρίσκος να πριονίσει και να καύσει την Αγίαν. Οι οδόντες εστράβωσαν και το πυρ εσβέσθη και ουδέν αύτη έπαθεν. Τέλος ερρί φθη η Μάρτυς εις θηρία, τα οποία ήλθον πλησίον της προσκυvούντα αυτήv. Επειδή η Αγία προ του μαρτυ ρίου αυτού ικέτευσε τον Χριστόν vα την αναπαύση πλησίον Του, μία άρκτος τηv εδάγκωσε και ούτω πα ρέδωκε την αγίαv της ψυχήv εις χείρας του Νυμφίου της.
Χαίροvτες οι γονείς της έθαψαv μετά πάσης τιμής το πάνσεπτόν της λείψανον εις την Χαλκηδόνα και εδόξαζαν τοv Κύριον, διότι ηξιώθησαν της τιμής να έ χουν τηv θυγατέρα των Μεγαλομάρτυρα της Εκκλη σίας και πρέσβειράν των πλησίον Του.
O Κύριος ετίμησε την καλλίνικον παρθένον και μάρτυρα Ευφημίαν με την δωρεάν της αφθαρσίας του πολυάθλου και παρθενικού της σώματος. Εις την Χαλκηδόνα συνήλθαν οι 630 θεοφόροι Πατέρες το έ τος 451 συγκροτήσαντες την Αγίαν Τετάρτην Οικου μενικήν Σύνοδον, επί των ευσεβεστάτων Βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ή Σύνοδος αυτή κατεδί κασε τον αιρετικόν Ευτυχή, όστις εκήρυττε την πλά νην, ότι ο Χριστός έχει μόνον μίαν φύσιν και μίαν ε νέργειαν, αυτήv της Θεότητος. Οι Άγιοι Πατέρες εδογμάτισαν την πίστιv της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός έχει δύο τελείας φύσεις, θελήσεις και ενεργείας, την θείαν και την ανθρωπίνην, εις μίαν Yπόστασιν. Είναι δε ηνωμέναι αι δύο φύσεις ατρέπτως, ασυγχύτως,. αναλλοιώτως και αδιαιρέτως. Κατά την ανωτέρω Σύνο δον οι Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ο ο ποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πά ντοτε επίστευε και εκήρυττεν η Έκκλησία τσυ Χρι στού. Επίσης οι αιρετικοί Μονοφυσίται συνέταξαν ίδιον τόμον, που περιείχε τας πλάνας των. Τότε ομο φώνως ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τε θούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίξαντες την λειψανοθήκην έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ότε δε ήνοιξαν την θήκην, εύρον τον Τόμον των Ορθοδόξωv εις τας χείρας αυτής και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κεί μενον εις τους πόδας αυτής. Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το έξαίσιον αυτό θαύμα επεκύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξον Τόμον και διεσάλπισε το Χριστολογικόν δόγμα περί των δύο φύσεων του Χρι στού μας εις τα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε την διδασκαλίαν του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ως σατανικήν πλάνην. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Λίαν εὔφρανας τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ κατῄσχυνας τοὺς κακοδόξους, Εὐφημία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· τῆς γὰρ Τετάρτης Συνόδου ἐκύρωσας, ἃ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

ΑΓΙΑ ΕΛΙΣΑΒΕΤ Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ



Άλλες γυναίκες απέκτησαν δύναμη και άλλες πλούτη, είπε ο σοφώτατος Σολομών προφητικά μιλώντας ότι όχι μόνον άνδρες μα και γυναίκες σε διάφορες εποχές έλαμψαν με την ομορφιά διαφόρων αρετών. Έγιναν κοινω νοί χαρισμάτων του θείου Πνεύματος κι έκαναν με τρόπο απίστευτο τέρατα και σημεία θαυμαστά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Γιατί χίλιες μύριες γυναίκες στην εποχή του νόμου και αργότερα στα χρόνια της χάρης η Γραφή εμφανίζει να μεταβάλλουν την ασθένεια του γένους σε γενναίο φρόνημα. Αυτές με εγκράτεια και σκληρή άσκηση κατατρόπωσαν γεν ναία και με τη δύναμη του Υψίστου, αυτόν, που στα παλιά ξεγέλασε την προμήτορα Εύα κι είναι του ανθρώπινου γένους εχθρός και α ντίπαλος, κι έτσι κέρδισαν λαμπρά της νίκης τρόπαια.
2. Μια απ' αυτές είναι και η σεβάσμια και ξακουστή για τα θαύματά της Ελισάβετ. Αυτή πατρίδα της είχε τη μεγαλούπολη Ηράκλεια της Θράκης. Οι γονείς της ήταν ξακουστοί και ονομαστοί από αρχοντική γενιά, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρε τή τους. Του πατέρα της τ' όνομα ήταν Ευνο μιανός και είχε για δεύτερη φορά γίνει ύπατος. Η μητέρα της ονομαζόταν Ευφημία. Αυτοί, ό πως του καθενός το όνομα δηλώνει, ζούσαν με αγάπη και αφοσίωση στον Θεό κι αδιάκοπα δί δασκαν τον νόμο του Κυρίου. Γι' αυτό σ' όλους ήταν γνωστοί κι όλοι τούς τιμούσαν. Κα τοικούσαν κοντά στην πόλη που ανέφερα, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και τώρα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια και άψογο τρόπο ζωής έχοντας πρότυπο τον Ιώβ και με πάθος ποθώντας να μιμηθούν τη φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθού σαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές. Γι' αυ τό, όπως εκείνος, αποκτούν «εξ επαγγελίας» καρπό αντάξιο της ψυχικής τους ομορφιάς και αγαθοεργίας. Και το πως απόκτησαν αυτό το παιδί, θα το φανερώσει πεντακάθαρα ή διήγη ση που θα ακολουθήσει. Είχαν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε πού παντρεύτηκαν κι ήταν ακόμη άτεκνοι. Στερη μένοι από παιδί, όπως ήταν φυσικό, πικραίνο νταν και λυπούνταν κι αδιάκοπα παρακαλούσαν τον καρδιογνώστη Θεό να τους διαλύσει τη λύπη της ατεκνίας και να τους χαρίσει παι δί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί το θέλημα των πιστών του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευ χή τους, που η εκπλήρωσή της έμελλε να τον ευαρεστήσει.
3. Υπήρχε λοιπόν στον τόπο κάποιο παλιό έθιμο να συγκεντρώνονται στη μνήμη της καλ λίνικης μάρτυρος Γλυκερίας, όσοι γύρω κατοικούσαν, και να γιορτάζουν μαζί με όσους ζού σαν μέσα στην πόλη μια ολόκληρη εβδομάδα. Η μνήμη της Γλυκερίας τελείται στις δεκατρείς Μαΐου. Τότε ήρθαν μαζί με άλλους και οι εξαίρετοι γονείς της οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες. Επισκέπτο νταν τους αγίους ναούς της πόλης που σ' αυ τούς φυλάγονται τα τίμια λείψανα των σαρά ντα αγίων γυναικών, του διακόνου Αμμώς και πολλών άλλων αγίων. Γι' αυτούς τους αγίους και την πανέμορφη και λαμπρή οικοδόμηση του ναών μας αφηγείται λεπτομερέστερα ο βίος του μεγάλου ανάμεσα στους ιεράρχες Παρθενίου2. Αυτούς τούς αγίους τούς τιμούσαν όπως τους έπρεπε, τους επαινούσαν παραθέτο ντας κοινή τράπεζα και γέμιζε η ψυχή τους ευ φροσύνη. Λιτάνευαν τότε την πολυσέβαστη κάρα της μάρτυρος που αποκεφαλίστηκε για την αγάπη του Χριστού. Αυτήν την κάρα της αγίας, ο πατέρας της οσίας Ευνομιανός, καθώς τελούνταν η θεία μυσταγωγία από τον τότε αρ χιερέα της πόλης Λέοντα στον ιερό ναό της Θεομήτορος με τ' όνομα Θησαυρός, την αντί κρυσε μια να χαμογελάει κι άλλοτε πάλι να λυπάται. Αυτό το λογάριασε σαν φανερό ση μάδι της πίστης του στη μάρτυρα και γέμισε η ψυχή του με χαρά και λύπη μαζί. Η σύναξη τέλειωσε αφού ο κόσμος είχε κά νει μεγάλης διάρκειας προσευχή στον χώρο του Καταχειλά, έτσι ονομαζόταν εκεί ο ναός της Παναγίας. Τότε, κατά τις δώδεκα η ώρα, αφού και πάλι συνάχτηκαν στον λαμπρό ναό της μάρτυρος Γλυκερίας, τέλεσαν τον εσπερινό κι όλοι από κει έφυγαν, ενώ μόνος ο Ευνο μιανός μαζί με τη γυναίκα του την Ευφημία έ μεινε σ' εκείνο τον τόπο. Εκεί ικέτευε την αθληφόρο με θέρμη περισσή, να λύσει τα δεσμά της στείρωσής τους και παρ' ελπίδα να τους χαρίσει παιδί. Τράβηξε η προσευχή τους ως τα μεσάνυχτα και τότε έγειραν χάμω και τους πή ρε για λίγο ο ύπνος. Ύστερα ξύπνησαν και ω του θαύματος και των φρικτών του Θεού μυ στηρίων- παρουσιάζεται στον άνδρα σε όνει ρο η γλυκύτατη, όπως τόνομά της δήλωνε, μάρτυρα Γλυκερία και του λέγει.«Γιατί μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζη τάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου το δώσει; Όμως, αν στ' αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ' αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέστε σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος το γρη γορώτερο ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θ' αναδειχθεί όμοια στην ψυ χή με τη μητέρα του Ιωάννη του προδρόμου και βαπτιστή». Αυτός με όρκο συμφώνησε ότι θα κάνει αυτά πού ζήτησε α αγία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού κι έφυγε από κο ντά του. Ο άνδρας όταν ξύπνησε, διηγόταν το όραμα στη γυναίκα, ενώ και εκείνη έλεγε ότι είδε παρόμοιο. Το ίδιο και ο θεοφιλέστατος αρχιεπίσκοπος προικισμένος με διορατικό χά ρισμα, όπως ακριβώς ή μάρτυς του Χριστού, έ τσι κι εκείνος νουθετούσε τους δυο τους με συμβουλές. Ύστερα από τη γιορτή, αφού τους φιλοξένησε τρεις μέρες, τους ευλόγησε και ει ρηνικά τούς ξεπροβόδισε για το σπίτι τους.
4. Η γυναίκα αμέσως συνέλαβε και αφού συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, σύμφωνα με την αληθινή προφητεία της μάρτυρος, γέννησε κορίτσι. Όταν πέρασαν σαράντα μέρες, ο Ευ νομιανός πήρε το παιδί με τη μητέρα και το έ φερε στην πόλη. Έφθασε στον ναό της σεβα στής μάρτυρος, πλησίασε στη σεπτή της εικό να πού ήταν τοποθετημένη στα δεξιά, πρόσπε σε με το πρόσωπο στη γη και την ευχαριστούσε μ' όλη του την καρδιά με δάκρυα συγκερα σμένα με χαρά. Έπειτα έστησε το βλέμμα του στην εικόνα κι όταν, όπως της έπρεπε, εκδή λωσε την ευγνωμοσύνη του, είδε κάποιο παρά ξενο κι εξαίσιο μαζί θέαμα. Η απεικόνισή της δηλαδή άστραψε πιότερο από τον ήλιο, κίνησε τα χείλη ήρεμα και είπε. «Καιρός να ξεπληρώ σεις, Ευνομιανέ, τις συμφωνίες σου με τον Θεό». Γέμισε ή ψυχή του από φόβο και τρόμο κι έμεινε να βλέπει το θέαμα αποσβολωμένος. Έπειτα πήγαν στον σεβαστό αρχιεπίσκοπο, τον χαιρέτησαν, όπως τους ήταν συνήθεια, με σεβασμό και τον θερμοπαρακάλεσαν να κάνει χριστιανό το παιδί τους. Εκείνος αφού τους δέχθηκε, το βάφτισε και τούδωσε το όνομα Ελισάβετ, όπως προείπε η μάρτυς. Πρόσθεσε πολλές ευχές γι' αυτούς κι ύστερα γύρισε στο παιδί και είπε. «Παιδί μου, ας με σπλαγχνιστεί με τη δική σου μεσιτεία ο Θεός κι ας μου χαρί σει συγχώρεση για τις αμαρτίες μου». Έπειτα απ' αυτά γύρισαν στο σπίτι τους με πλημμυρισμένη την ψυχή από χαρά. Το κορί τσι μεγάλωνε και πρόκοβε σε χάρη Θεού. Όταν πια έγινε τριών χρόνων, ο πατέρας της άρχισε να της μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Σ' αυ τά τόσο πολύ φάνηκε επιδέξια και ικανή, που τους βίους των άγίων και μόνο που τους άκου γε, μπορούσε να τους διηγείται. Μόλις συμ πλήρωνε τα δώδεκα χρόνια, η μητέρα της έφυ γε από την πρόσκαιρη ζωή. Ο πατέρας της ή θελε να την παντρέψει, αυτή όμως ούτε να το ακούσει δεν άντεχε. Ποθούσε πιο πολύ να νυμ­φευθεί τον αθάνατο νυμφίο Χριστό. Κύλησαν από τον θάνατο της μητέρας τρία χρόνια κι ο Ευνομιανός, ο πατέρας της, έφυγε απ' αύτή τη ζωή χαρούμενος προς τον Κύριο. Η μακαρία Ελισάβετ απόμεινε ορφανή. Όμως αμέσως δόθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, τον πατέρα των ορφανών. Λαχτάρησε τον μοναχικό και ακτήμονα βίο. Γι' αυτό το χρυ­σάφι και το ασήμι, που γι' αυτήν είχαν αποθη σαυρίσει οι γονείς της, και την άλλη της πε ριουσία, πού ήταν αξιόλογη, μοίρασε στους φτωχούς και με τα χέρια των φτωχών την κατέ θεσε στον Θεό. Στους δούλους πάλι και στις δούλες της χάρισε την ελευθερία τους.
5. Αναχώρησε στη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, χωρίς πια να κοιτάξει πίσω. Έφθασε στο ιερό μοναστήρι του μεγα λομάρτυρα Γεωργίου, που έχει τ' όνομα «Μι κρός Λόφος», όπου ηγουμένη ήταν κάποια θεία της από τον πατέρα της. Εκεί απαρνήθη κε τον κόσμο, φόρεσε το αγγελικό σχήμα και ολόψυχα δόθηκε στους ασκητικούς αγώνες. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πέτυχε κάθε είδος αρετής και γέμισε με όλα τα χαρί σματα του Πνεύματος. Με μακροχρόνιες νη στείες δουλαγωγούσε τό σώμα της και το τυραννούσε, όπως ο μέγας Μωυσής κι ο Θεσβί της Ηλίας. Έμενε δίχως να φάει πολλές φο ρές σαράντα ολόκληρες μέρες, ενώ ποτέ δεν έ βαζε στο στόμα της λάδι, αλλά τρεφόταν μόνο με τον ζωντανό και επουράνιο άρτο. Κι όσο συνεχώς στολιζόταν με την ταπείνωση που ε ξυψώνει, και με τα μάτια της καρδιάς ατένιζε νοερά τη θεϊκή ομορφιά, τόσο δεν ήθελε ούτε και στο ελάχιστο να υψώσει τα μάτια της προς τον ουρανό, ώστε περισσότερο από τρισήμιση χρόνια είχε στραμμένο το βλέμμα της στη γη, χωρίς ούτε μια φορά να το σηκώσει προς τον ουρανό. Την ακτημοσύνη τη θεωρούσε σαν τον μεγαλύτερο πλούτο και γι' αυτό την αγα πούσε εξαιρετικά. Είχε πάντοτε ένα μόνο χιτώ να φορώντας στολή αφθαρσίας, που με την α πάθειά της είχε γι' αυτήν υφανθεί απ' τον Θεό. Κι όπως η ψυχή της καιγόταν από τον θεϊκό έ ρωτα, δεχόταν με ευκολία την παγωνιά του χει μώνα κι είχε γυμνά τα πόδια της από υποδήμα τα, έτσι ωραία καθώς πορευόταν προς το βρα βείο της ουράνιας πρόσκλησης. Το σώμα της ποτέ δεν δέχτηκε να το πλύνει με θερμό νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το κά θε μέρα, όπως το λέει ο ψαλμωδός, με τις α στείρευτες πηγές των δακρύων της3. Και καθα­ρίζοντάς το από κάθε βρωμιά, καλλιεργούσε την ψυχή της έτσι, που νάχει όψη θεϊκή.
6. Συμπληρώθηκαν από τότε που μόνασε δυο χρόνια, κι η ηγουμένη της μονής, αδελφή του πατέρα της, έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την οσία. Αυτήν, ο μέγας Γεννάδιος4, που ήταν πατριάρχης, σύμφωνα με το έθιμο την όρισε και τοποθέτησε ηγουμένη της μονής. Και τέτοια αναδείχτηκε στα κατά Θεόν έργα και στα προτερήματα και σε τόσο μεγάλο ύψος υπεροχής αρετής και τελειότητας έφθασε, ώστε με τη μεγάλη δύναμη που απέ κτησε να κάνει πολλά θαύματα, να θεραπεύει αγιάτρευτες αρρώστιες, να διώχνει δαίμονες με του Χριστού την επίκληση, ν' αξιωθεί θεϊκή έλλαμψη και ουράνια αποκάλυψη κι ακόμα να προβλέπει και να προλέγει τα μέλλοντα. Μ' αυτό το χάρισμα πρόβλεψε με θεϊκή αποκάλυ ψη και τη μεγάλη πυρκαϊά5, που από θεόσταλ τη οργή άναψε στην πόλη και την προείπε στον ευσεβή Λέοντα, βασιλιά τότε των Ρω μαίων. Τα ίδια και με όμοιο τρόπο προφήτεψε και στον στυλίτη Δανιήλ, που μόναζε στον Άναπλο. Κι αν οι προσευχές αυτών των δύο δεν έφθαναν στον Θεό, ολόκληρη σχεδόν η πόλη θα γινόταν στάχτη. Γι' αυτό από τότε μεγάλη εμπιστοσύνη είχε ο ευσεβής εκείνος βασιλιάς στην οσία και την τιμούσε, όπως της άξιζε. Θέλοντας μάλιστα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, της χάρισε για το μοναστήρι της, που ήταν μικρό και φτω­χό, ένα από τα βασιλικά κτήματα στην τοποθε σία Έβδομο, που είχε το όνομα του αγίου Βα βύλα. Σ' αυτόν τον τόπο ήταν χαλάσματα από αρκετά παλιά κτίσματα κι ανάμεσά τους από πολύ καιρό φώλιαζε μεγάλο φίδι. Αυτό προξε νούσε βλάβη σε πολλούς απ' τούς διαβάτες κι έκανε τον τόπο να είναι για τον καθένα άβα τος. Γι' αυτό ολόκληρη η πόλη κατεχόταν από λύπη και αμηχανία, χωρίς να μπορεί ν' απαλ λαγεί από τη συμφορά. Αυτό το έμαθε η αγία από κάποιους πού κατοικούσαν εκεί και εμ πνευσμένη από θεϊκό ζήλο παίρνει το όπλο του τιμίου Σταυρού και φθάνει στον τόπο. Υ ψώνει το βλέμμα της στον ουρανό, επικαλείται τη βοήθεια του Θεού, καλεί το θηρίο και το κάνει άθελά του να βγει απ' τη φωλιά. Το σφραγίζει με το σημείο του Σταυρού, γεμίζει με σάλιο το στόμα της, φτύνει το κεφάλι, το καταπατάει με τα πόδια της και το σκοτώνει λέγοντας. «"Θα πατήσω πάνω στα δηλητηριώ δη φίδια, την ασπίδα και τον βασιλίσκο, και θα καταπατήσω το λεοντάρι και τον δράκον τα" περιζωσμένη από τη δύναμη του τιμίου Σταυρού». Έτσι απάλλαξε από την απειλή του φιδιού αυτούς που ζούσαν σ' εκείνη την πόλη. Απ' αυτό το γεγονός κι έπειτα γεμάτη από αισιοδοξία και σαν να πήρε κάποια σίγουρη πληροφορία ότι μπορεί με του Θεού τη δύναμη να νικήσει και τον νοητό, όπως και τον αισθη τό δράκοντα, άρχισε με θάρρος να κάνει θαύ ματα.
7. Η φήμη γι' αυτήν διαδόθηκε σ' όλη την πόλη. Κάποιος απ' τους ευγενείς και πλούσιους, που είχε μοναχοκόρη που τυραννιόταν από συνεχή αιμορραγία, κι ενώ τα πιο πολλά από την περιουσία του τα είχε ξοδέψει σε για τρούς, σε τίποτε δεν μπόρεσε να την ωφελή σει. η αρρώστια τύχαινε να είναι ισχυρότερη από την επιστήμη τους. Τέλος, απογοητευμέ νος για τη σωτηρία της απ' τούς γιατρούς, φέρ νει την κόρη και τη ρίχνει στα πόδια της αγίας κράζοντας με δάκρυα. «Σώσε μου το δυ στυχισμένο μου κορίτσι, δούλη του Θεού. Στον Θεό και στα δικά σου χέρια και τις ευχές το εμπιστεύομαι, κι αν θέλεις, πάρε όλο μου το βίος». Κι αυτή του είπε. «Όσα στο σπιτικό σου ορίζεις, κράτα τα εσύ ο ίδιος σαν δικά σου, γιατί καθόλου δεν μου χρειάζονται. Εσύ όμως, αν αδίστακτα πιστεύεις και υπόσχεσαι ότι σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου ως το τέλος της ζωής σου θα είσαι ταπεινός και θα ελεείς τους φτωχούς, η κόρη σου θα θερα πευθεί». Όταν ο άνθρωπος συμφώνησε ότι οπωσδήποτε θα τα κάνει αυτά, εκείνη αφού ά λειψε με άγιο έλαιο του μεγαλομάρτυρα Γεωρ γίου το κορίτσι κι ενώ παράλληλα προσευχή­θηκε, το θεραπεύει και το στέλνει με τον πατέ ρα του στο σπίτι χαρούμενο και με καρδιά πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη. Αλλά και πολλές άλλες γυναίκες που πέθαι ναν από την ίδια ασθένεια της αιμορραγίας έρ χονταν σ' αυτήν με ολόψυχη πίστη και τις θε ράπευε σταματώντας μ' ένα παρόμοιο τρόπο την αιμορραγία. Μαζί μ' αυτές και κάποιος άν δρας εκ γενετής τυφλός, όταν άκουσε για τα θαύματα της οσίας, έρχεται σ' αυτήν χειραγω­γούμενος από άλλους. «Σπλαχνίσου με», έλεγε, «πιστή μαθήτρια του Θεού, και άνοιξέ μου τα μάτια για να δω το γλυκό φως και να δοξά σω με τη μεσιτεία σου τον Δημιουργό όλου του κόσμου». Λυγίζει η οσία από φιλανθρωπία στους θρήνους του και χωρίς να βραδύνει υψώ νει ικετευτικά τα χέρια της στον ουρανό, παίρνει λάδι του αγίου, αλείφει τα μάτια του τυ φλού και σε επτά ημέρες τον κάνει να βλέπει καθαρώτατα, ενώ εκείνος μεγαλόφωνα δόξαζε τον Θεό.
8. Έτσι η αγία ακτινοβολώντας κι αστρά φτοντας με τα παράδοξα θαύματά της, γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε την ώρα που τελούνταν η θεία μυσταγωγία στον ναό, βλέπει να αστράφτει ένα απε ρίγραπτο φως και το πανάγιο Πνεύμα σαν ολό λευκο σενδόνι να κατεβαίνει μετά τον Χερου­βικό ύμνο μέσα στο θυσιαστήριο και να καλύ πτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην αγία Τράπεζα. Γέμισε τότε θάμβος κι έκπληξη. Όμως αυτό που είδε, δεν το είπε σε κανέναν μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της περίσσευε, όπως έλεγε, να δει την πατρίδα της. Ήρθε στην Ηράκλεια, προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των αγίων και μπήκε στον ναό της Θεοτόκου, που είχε την προσωνυμία των Χαλκοπρατείων. Ενώ προσευχόταν, παρουσιάζεται κάποια γυναίκα σαν νάταν από εκείνες τις ξακουστές κι αρχόντισσες της πόλης. Την αγκαλιάζει με αγάπη αληθινή, την ασπάζεται και της λέει. «Καλώς ήρθες πολυαγαπημένη μητέρα». Και η οσία της λέει. «Ποια είμαι εγώ κυρία μου, η ά σημη ξένη, που έτσι με τόση χαρά μ' αγκάλια σες και με φίλησες, εμένα που ποτέ δεν με έ χεις δει;». Εκείνη πάλι είπε. «Πριν συλλη φθείς στην κοιλιά της μητέρας σου, κατοικώ ντας εδώ σε γνωρίζω. Αν θέλεις, έλα στο σπίτι μου και θα πληροφορηθείς γι' αυτό». Όταν ρώτησε η οσία. «Πού είναι το σπίτι σου, κυρία μου;». «Στα δεξιά του ναού του αγίου ιερομάρ τυρα Ρωμανού θα με δεις», είπε και με το λόγο αυτό έγινε άφαντη. Τότε γεμάτη φόβο κι έκσταση η οσία έψα χνε παντού στον ναό ζητώντας νάβρει αυτήν που παρουσιάστηκε μπροστά της. Καθώς που θενά δεν την έβλεπε, έφθασε βιαστικά στον πα νέμορφο ναό του ιερομάρτυρα Ρωμανού. Εκεί προσευχήθηκε κι ενώ θαύμαζε την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του ναού, βρέθηκε στο δεξιό μέρος. Βγήκε από την πύλη και όταν εί δε την εικόνα της αγίας και την αναγνώρισε, της φάνηκε ότι ήταν όραμα αυτό που είδε στον ναό της Θεοτόκου. Αυτά σκεφτόταν και τότε κάποια φωνή ακούστηκε απ' την εικόνα και της έλεγε. «Αυτή που τώρα βλέπεις κι' εκείνη που είδες πριν στον ναό, είμαι εγώ. Αλλά γρήγορα γύρισε πί σω στο μοναστήρι σου, γιατί σύντομα πρόκει ται ν' αφήσεις τα γήινα και να ταξιδέψεις στην ουράνια πατρίδα». Γέμισε φόβο και φρίκη η ψυχή της αγίας. Κι όταν έπεσε στον νάρθηκα του ναού και κοιμήθηκε, πάλι βλέπει τη μάρτυ­ρα του Χριστού να της λέγει. «Όπως καί πιο μπροστά σου είπα, πήγαινε στο μοναστήρι σου, γιατί ο καιρός της εκδημίας σου είναι κο ντά. Είκοσι τέσσερες μέρες ακόμη και φεύγεις ειρηνικά προς τον Κύριο, ύστερα από την ετή σια γιορτή που τελείται στο μοναστήρι στη μνήμη του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Γεωρ γίου».
9. Μόλις λοιπόν ξύπνησε η οσία, αφού εκτέ λεσε τα πρέποντα για την αναχώρηση καθήκο ντα κι ευχαρίστησε και προσκύνησε τη μάρτυ ρα, βγήκε από την πόλη. Μπήκε σε πλοίο και ξαναγύρισε στο μοναστήρι της την πρώτη Α πριλίου. Από τότε δεν έπαυσε να συμβουλεύει την αδελφότητα και να παρακαλεί και να διδά σκει τονίζοντας όλα όσα συντελούν στη σω τηρία. Όταν οι ορισμένες μέρες για την εκδη μία της συμπληρώθηκαν, τέλεσε μεγαλόπρεπα τη λαμπρή και παλλαϊκή γιορτή του αοιδί μου μάρτυρα Γεωργίου. Όταν μετάλαβε τα ζω οποιά κι άχραντα μυστήρια, αμέσως έλαμψε το πρόσωπό της όπως ο ήλιος, και πλημμυρισμέ νη από χαρά και αγαλλίαση ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό και με ευφροσύνη φώναξε. «"Τώρα, Κύριε, μπορείς ν' αφήσεις την δούλη σου να πεθάνει", σύμφωνα με τα λόγια της καλλινίκης σου μάρτυρος, "γιατί τα μάτια μου είδαν το έργο της σωτηρίας"». Απ' τις δώδεκα το μεσημέρι βυθίστηκε σε υ ψηλό πυρετό, που κράτησε μέχρι την άλλη μέ ρα. Κατά τις εννέα το πρωί κοιμήθηκε ειρηνι κά κι απόθεσε το πνεύμα της στα χέρια του Θε ού στις 24 Απριλίου. Το τίμιο λείψανό της έ σπευσαν όλοι απ' τα γύρω μοναστήρια και το κήδεψαν λαμπρά με ψαλμούς και ύμνους στον ναό του μάρτυρα Γεωργίου. Το λείψανο μέχρι σήμερα με του Θεού τη δύναμη και τη χάρη σώζεται ανέπαφο και ακέραιο κι αναγνωρίζε ται σαν κοινό ιατρείο για όσους το πλησιά ζουν με πίστη. Γιατί καθένας που με απλότητα και σωστή προαίρεση προσεγγίζει τη σεβά σμια σορό και επικαλείται το θεοδώρητο όνο μά της, απ' οποιαδήποτε αρρώστια κι αν κατέ χεται, αμέσως με τις πρεσβείες της απολαμβά νει την κατάλληλη από την αρρώστια θεραπεία.
10. Αλλά βέβαια αξίζει να θυμηθούμε και να διηγηθούμε σύντομα και τα θαύματα που έγι ναν μετά τη μετάσταση της μακαρίας, για να ωφεληθούν όσοι τα ακούνε. Κάποιος άνδρας που είχε παράλυτο το χέρι του, παράτησε κάθε ιατρική συμβουλή σαν α νώφελη και έτρεξε στον τάφο της οσίας έχο ντας πάρει θάρρος μόνο από την πίστη του σ' αυτήν. Μ' αυτήν την πίστη σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε θαυματουργική θεραπεία. Εί χε δηλαδή συμβεί σ' αυτόν, σύμφωνα με τον λόγο του Ευαγγελίου, όπως πίστεψε, και απο καταστάθηκε υγιές το παράλυτο χέρι του όπως ήταν και το άλλο, αφού χρίστηκε με αγιασμέ νο λάδι. Κάποιος άλλος τυφλός πλησίασε τη σορό της οσίας με την ίδια προθυμία και πίστη, και αφού αλείφθηκε με όμοιο τρόπο με το άγιο λά δι, έφυγε βλέποντας ολοκάθαρα και μεγαλύνο ντας τη θαυματουργή δύναμη και χάρη της οσίας. Άλλος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα κι άγρια παιδευόταν απ' αυτό, πρόσπεσε στην άγια λάρ νακα της οσίας κι αμέσως ελευθερώθηκε από τον ολέθριο δαίμονα. Γύρισε στο σπίτι του ή ρεμος διηγούμενος σ' όλους τα μεγαλεία του Θεού. Τέτοια ήταν τα θαύματα της οσίας θαυμα τουργού Ελισάβετ και άλλα πολύ πιο πολλά άπ' αυτά και πιο αξιοθαύμαστα. Αυτά δεν κα ταγράφηκαν στο παρόν βιβλίο, για να μην γί νει κουραστικό, άλλά έχουν γραφεί σε άλλο μέρος.
11। Τέτοιος ο βίος της οσίας, τόσα πολλά τα έργα και τα χαρίσματα, που μ' αυτά ο Κύριος των πάντων τη δόξασε αξίως και όσο ζούσε και όταν έφυγε από αυτή τη ζωή. Με τις πρε σβείες της και όλοι εμείς, όσοι ποθούμε ν' α πολαμβάνουμε την προστασία της και τη βοή θειά της, μακάρι να κρατηθούμε πάντοτε ανώ τεροι από τα σωματικά και τα ψυχικά πάθη κι έτσι να διαφύγουμε τα σκάνδαλα των αοράτων και ορατών εχθρών χωρίς βλάβη. Και αφού διανύσουμε ειρηνικά τον παρόντα βίο, να ζή σουμε μαζί της την εκεί μακαριότητα εν Χρι στώ Ιησού τω Κυρίω ημών, πού σ' αυτόν πρέ πει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και σ' όλους τούς αιώνες των αιώνων. Αμήν6.ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Μητρικών εκ λαγόνων Χριστόν ηγάπησας, ώσπερ βλαστός Ελισάβετ, δικαιοσύνης τερ πνός, και τοις ίχνεσιν αυτού ακολουθήσασα, των αιωνίων αγαθών, γεωργείς τας απαρχάς, α­μέμπτω σου πολιτείq, θαυματουργούσα, θεό φρον, προς σωτηρίαν των ψυχών ημών.